ΧΑΡΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕΝΟΥΝ
ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ.



Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΙΑ ΠΛΟΚΑΜΙΑ.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΤΟΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΜΟ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


ΠΙΣΤΗ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΙΓΟΥΡΙΑ ΓΙ'ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΓΙἈΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!!!!!!!!


Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΘΕΛΕΙ ΟΧΙ Ν΄ΑΔΕΙΑΣΟΥΝ ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ,ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΕΜΙΣΟΥΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΦΡΟΝΙΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΙΣΤΗ.
ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ







ΠΟΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΘΕΣΗ Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ;


1.Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

2.Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ;

3.Ο ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ;

4.ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ;






ΑΡΑΓΕ ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΘΟΥΝ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ;



ΤΡΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Α) ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Β)ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

Γ)ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ




















Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ

 

undefinedὈνυχας, οδόντας τε και μαστούς, χείρας τε και πόδας, εκκοπείσα ανηλεώς, όνυξιν εξέσθης, πυρί καταφλεχθείσα, Αναστασία μάρτυς οσιοπάρθενε (από την παράκληση) Σήμερα είναι η γιορτή της αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Θα θέλαμε να γράψουμε δυό λόγια για την σχετικά άγνωστή αυτή Aγία της εκκλησίας μας, και είμαι σίγουρος, ότι θα μπεί και στην δικιά σας καρδιά, όταν μάθετε τι ζήτησε από Τον Κύριο, τελειώνοντας την ζωή της. Ότι διαβάσετε, είναι παρμένα από το συναξάρι της Αγίας που εκδίδει η Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Ορους, το οποίο ήδη μετράει πέντε εκδόσεις, από το1992. Πρίν μπούμε στον βίο της, σας μεταφέρω μερικά λόγια του ηγουμένου π. Γεωργίου (Καψάνη) ο οποίος προλογίζει το συναξάρι.
“.. η Αγία Αναστασία κατά την μοναχική της ζωή και κατά την διάρκεια του φρικτού μαρτυρίου της μαρτυρίου της παρεκλήθη, δηλαδή παρηγορήθηκε και ενδυναμώθηκε, από τον « Πατέρα των οικτιρμών και Θεόν πάσης παρακλήσεως» Με αυτήν την θεία παράκληση παρηγορεί σήμερα τις πονεμένες ψυχές, είτε με τις θεραπείες της που ενεργεί είτε με την πνευματική ενίσχυση που προσφέρει..»
Ο Βίος τηςΗ Αγία γεννήθηκε στην Ρώμη, και σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε τον κόσμο για να ντυθεί το μοναχικό ράσο, κάνοντας υπακοή στην γερόντισσα Σοφία. Η νεαρή μοναχή αντιμετώπισε επιτυχώς τις πανουργίες του Διαβόλου ό οποίος της κήρυξε μεγάλο σαρκικό πόλεμο. Το επόμενο όμως στάδιο των δοκιμασιών της, ήταν τα απάνθρωπα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί επί εποχής Διοκλητιανού. Η Αγία λοιπόν κατηγορήθηκε ως Χριστιανή, και κατά την πάγια τακτική της εποχής, της ζητήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, να δεχθεί στην ουσία, ως θεούς τα δαιμόνια. Πιστεύω ότι θα της ζητήθηκε να θυσιάσει και στον αυτοκράτορα, στον οποίο θυσίαζαν ως Θεό όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας. Η Αγία αρνήθηκε, έχοντας την ευλογία της γερόντισσας της, από την οποία ζήτησε να προσεύχεται για να μπορέσει ν΄αντέξει τις δοκιμασίες. Αρχικά την παρουσίασαν σ΄ έναν αξιωματούχο ονόματι Πρόβο. Ο Πρόβος προσπάθησε να την πείσει να θυσιάσει πότε τάζοντας την δόξα και μεγαλεία, πότε απειλώντας την. Η αγία ήταν ανένδοτη λέγοντας:- Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ.» Το μαρτύριο τηςΤότε άρχισαν τα – ομολογουμένως φριχτά- μαρτύρια της. Αρχικά την γύμνωσαν τελείως και την περιέφεραν ανάμεσα σε άνδρες.. Την έκαιγαν, και αφού της διέλυσαν τα μέλη με το φοβερό βασανιστήριο του τροχού,(υπάρχουν στο διαδίκτυο περιγραφές για το απάνθρωπο αυτό βασανιστήριο), της απέκοψαν τους μαστούς. Η Αγία όμως δεν εγκατέλειπε τον αγώνα. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, ξερριζώνοντας της τα δόντια και τα νύχια. Τι άλλο έμενε πια να κάνουν οι ειδωλολάτρες , στο βασανισμένο κορμί αυτής της νέας κοπέλλας; Θα της ξερίζωναν την γλώσσα!. Η Αγία πάλι δεν δείλιασε, και
ζήτησε να προσευχηθεί και να δοξάσει Τον Κύριο με το όργανο της γλώσσας.
Αφού ευχαρίστησε Τον Κύριο, ξέρετε τι ζήτησε; Γράφει το συναξάρι: …Τον παρακάλεσε (τον Κύριο) να την αξιώση να τελεἰώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίηση των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημα της όπως το ζήτησε»Αγαπητέ επισκέπτη, αυτή η μοναδικότητα του αιτήματος της Αγίας προς Τον Κύριο, μόνο στους αγίους την συναντάμε ως έκφραση αγάπης προς τον κόσμο, (θυμίζω τον γέροντα Παίσιο που μεσίτευε στον Κύριο για τις αρρώστειες του κόσμου και όχι για τον δικό του καρκίνο, γιατί ντρεπότανε ) κάνει την αδελφότητα της μονής του Γρηγορίου, όπου βρίσκεται τεμάχιο των λειψάνων της, να την θεωρεί ”προστάτιδα και ιατρό” Την Αγία λυπήθηκε ένας παρευρισκόμενος στο μαρτύριο της – Κύριλλος λεγόμενος -και θέλησε να την δροσίσει με λίγο νερό. Αμέσως ο Πρόβος έκοψε τα κεφάλια και τον δύο. Το τίμιο λείψανο της Αγίας αποδόθηκε στην πνευματική της μητέρα Σοφία, και τάφηκε στην Ρώμη. Το συναξάρι της, που μπορείτε να το αναζητήσετε σε κάθε χριστιανικό βιβλιοπωλείο είναι γεμάτο από θαύματα της Αγίας, και σας συστήνω να το προμηθευτείτε. Κοστίζει λιγότερο από πέντε ευρώ. Τεμάχιο του ιερού λειψάνου της βρίσκεται στο ¨Αγιο Ορός στην Οσίου Γρηγορίου όπως προαναφέραμε, και ένα μικρό τεμάχιο στο παρεκλήσι της Αγίας, που βρίσκεται στον Άγιο Γεώργιο Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης, όπου κάθε εβδομάδα ψαλλεται η παράκληση της. Ένας ναός της υπάρχει στην Ρόδο και είναι κοιμητηριακός, ενώ όπως μάθαμε προς τιμήν της Αγίας, χτίσθηκε ένα μεγάλο εξωκλήσσι στην περιοχή της Κομοτινής από έναν πιστό ο οποίος έτυχε των πρεσβειών της σε θέματα υγείας. Γνωρίζω δε περίπτωση κατα την οποία, «καθαρή» διάγνωση νοσοκομείου ( με την χρήση ιατρικών μηχανημάτων ) για πάθηση καρδιάς, έκανε καρδιολόγο να πετάξει απ΄ το γραφείο του προηγούμενη διάγνωση από το ίδιο νοσοκομείο, και το ίδιο μηχάνημα, διάγνωση η οποία παρουσίαζε προβλήματα για τον ενδιαφερόμενο. Πώς έγινε αυτό; Ο ασθενής επισκέφθηκε την μονή Γρηγορίου στο Άγιο Όρος, και προσκύνησε προσευχητικά το τίμιο λείψανο της Αγίας. Και αυτή, μέ την Χάρη Του Κυρίου έκανε το θαύμα της Η Άγία Αναστασία περιμένει τις αιτήσεις μας, όποιος την έχει ανάγκη, ας μήν διστάσει, ας προστρέξει στήν Χάρη της. Η Αγία περιμένει……
Απολυτίκιο.
Το απολυτίκιο της που ψάλλεται κατά το, «την ωραιότητα..»
Την Οσιόαθλον και καλλιπάρθενον, Ρώμης το βλάστημα και μέγα καύχημα, της αναστάσεως Χριστού, αξίως την επώνυμον, δεύτε ευφημήσωμεν, Αναστασίαν την πάνσεμνον, βρύει γαρ ιάσεων, ακεσώδυνα φάρμακα, τοις των λειψάνων αυτής την θήκην, προσπτυσσομένοις μετά πίστεως.
Από την παράκληση:
“Ιάσεων χάριν παντοδαπών, και δύναμιν πάσαν, διασώζειν εκ συμφορών, λαβούσα Σεμνή παρά Κυρίου…” «Όγκοι φοβεροί, λευχαιμία, νεφροπάθεια, αιμορραγίαι, αρθρίτις, καιπληγαί, τη ση φρον΄τιδι και αγάπη θεραπεύονται» «Πάντες οι εν νόσοις χαλεποίς, και ταις τρικυμίαις του βίου, εκταρασσόμενοι νύν, δεύτε δή προσδράμωμεν και προσκυνήσωμεν, την εικόνα την πάντιμον, της Αναστασίας, ταύτην ικετεύοντες , εν κατανύξει πολλή, σπεύσον, εξεγέρθητι όπως, πάντας εκ παθών αναστήσης, Μάρτυς Αναστάσεως φερώνυμε”
Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ Ο ΕΣΦΙΓΜΕΝΙΤΗΣ

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ

Μαρτύρησε στην Αδριανούπολη στις 29 Οκτωβρίου 1820
Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Παράστρα της επαρχίας Κισανίου της Θράκης. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Τριαντάφυλλος. Ήταν έγγαμος και είχε δύο κόρες. Η σύζυγός του όμως μια μέρα, με συνέργεια του διαβόλου, τον εγκατέλειψε και παντρεύτηκε κάποιο Τούρκο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα συναισθάνθηκε το σφάλμα της αλλά δεν μπορούσε εύκολα να απαλλαγεί από τον αλλόπιστο. Ο σύζυγός της Τριαντάφυλλος σκέφτηκε τότε, για να μπορέσει να την απαλλάξει από τα χέρια του Τούρκου, να ασπαστεί εικονικά τον μωαμεθανισμό και κατόπιν να γίνουν και οι δύο μοναχοί.
Πράγματι πήγε στο δικαστήριο και είπε ότι, αν του δώσουν πίσω τη γυναίκα του, δέχεται γίνει μουσουλμάνος. Με πολλή ευχαρίστηση το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημά του και,αφού του έκαναν περιτομή,του έδωσαν τη σύζυγό του.
Μετά από κάποιους μήνες έφυγαν κρυφά και πήγαν στις Κυδωνίες, όπου τακτοποίησε τη γυναίκα του σε γυναικείο μοναστήρι ενώ αυτός έφυγε για το Άγιο Όρος.
Αρχικά εργάστηκε ως κηπουρός στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας,όπου και εκάρη μοναχός με το όνομα Τιμόθεος. Εκεί άκουσε για το μαρτύριο του Αγίου νεομάρτυρος Αγαθαγγέλλου του Εσφιγμενίτου που είχε μαρτυρήσει εκείνη τη χρονιά και μέσα του γεννήθηκε ο πόθος για μαρτύριο.
Ήλθε στην Ι. Μ. Εσφιγμένου όπου έλαβε και το αγγελικό σχήμα. Επειδή ο πόθος του για μαρτύριο συνεχώς μεγάλωνε,παρακαλούσε τον ηγούμενο Ευθύμιο να του δώσει ευλογία για να ομολογήσει. Ο ηγούμενος του συνέστησε υπομονή, για να δοκιμαστεί. Βλέποντας όμως τον αυξανόμενο πόθο του, τα δάκρυά του και την πνευματική του κατάσταση του έδωσε τελικά την ευλογία του και τον εφοδίασε με συστατικά γράμματα προς τον Ιεροδιδάσκαλο Γερμανό, ο οποίος έμενε στα παράλια της Προποντίδας, παρακαλώντας τον να συνοδεύσει τον Τιμόθεο και να τον στηρίζει στο μαρτύριο.
Ο Γερμανός του έδωσε κοσμικά ρούχα να φορέσει και πήγαν μαζί στο Κισάνιο. Εκεί ο Τιμόθεος παρουσιάστηκε στον δικαστή και του είπε :
« Χριστιανός ήμουν και Χριστιανός θέλω να πεθάνω ».
Ο δικαστής οργίστηκε, τον έδεσε, τον φυλάκισε και αποφάσισε γι’ αυτόν θάνατο. Την επομένη τον έστειλε δεμένο στον πασά της Αδριανούπολης, ο οποίος τον έριξε στη φυλακή με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο.
Τέλη Οκτωβρίου πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του και προσπάθησε να τον μεταστρέψει στο ισλάμ. Βλέποντας όμως τη σταθερή του γνώμη,διέταξε την αποκεφάλισή του.
Οι δήμιοι τον παρέλαβαν, τον έδεσαν και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Εκεί ο μάρτυρας γονάτισε και τον αποκεφάλισαν, το δε Άγιο λείψανό του το έριξαν στον ποταμό.
Στην Μονή Εσφιγμένου βρίσκεται μέρος των αιματωμένων ενδυμάτων του Αγίου.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ
& ΦΑΝΑΡΙΟΦΕΡΣΑΛΩΝ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑ
25 - 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ
ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ                                              
 ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΩΡΑ 06:00Μ.Μ. - ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕΤ'ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑΣ
ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΩΡΑ 07:00 Π.Μ. ΟΡΘΡΟΣ - ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ & ΚΟΛΛΥΒΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΩΡΑ 04:30 Μ.Μ. - ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ
ΩΡΑ 05:00 Μ.Μ. - ΜΕΘΕΟΡΤΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ & ΚΤΙΤΟΡΙΚΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΙΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΩΡΑ 07:00 Μ.Μ. - ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ &
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ 
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΩΡΑ 07:00 Π.Μ. - ΟΡΘΡΟΣ - ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΤΩΝ ΣΥΝΑΘΛΗΤΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΕΣΤΩΡΟΣ & ΛΟΥΠΟΥ.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΩΡΑ 06:00 Μ.Μ. - ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ - ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΩΡΑ 07:00 Π.Μ. - ΟΡΘΡΟΣ & ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΩΡΑ 07:00 Μ.Μ. ΙΕΡΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΝΔΟΞΟΥ ΟΣΙΟΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ. 
 

 
 

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΟΣΙΟΙ ΣΥΜΕΩΝ & ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ


undefined

Γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, και ήταν αδέλφια. Ήλθαν στον Άθωνα, μαθήτεψαν στον όσιο Ευθύμιο τον Νέο, χειροτονήθη καν ιερείς και χρημάτισαν σοφοί διδάσκαλοι του Όρους, διακρινόμενοι για την ασκητικότητά τους.
Αναχωρούν από τον Άθωνα προς προσκύνηση των Αγίων Τόπων και του θεοβαδίστου όρους Σινά. Επιστρέφουν σε αυτόν για ν’ αναχωρήσουν και πάλι για τη Θεσσαλονίκη και Θεσσαλία κηρύττοντας κατά της αιρέσεως των εικονομάχων. Σταθμεύουν στο παρά τις Θερμοπύλες όρος συνεχίζοντας τους ενθέους αγώνες τους και κατόπιν οράματος μεταβαίνουν στο παρά τα Καλάβρυτα της Πελοποννήσου Μέγα Σπήλαιο. Εκεί συναντώνται με την οσία Ευφροσύνη και μετά την εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου ανεγείρουν μονή.
Περιόδευσαν όλη την Πελοπόννησο και με το θερμό κήρυγμα τους, τις επιστολές τους και την ενάρετη ζωή τους στήριξαν τους πιστούς στα ορθόδοξα δόγματα. Προβλέποντας το τέλος τους κατήχησαν τους μαθητές τους κατάλληλα και, μετά την κοίμηση τους, τα λείψανα τους έγιναν πηγή ιαμάτων Σήμερα οι τάφοι τους βρίσκονται στο δεξιό μέρος του Καθολικού της μονής και από τα τίμια λείψανα τους σώζονται οι κάρες τους.
Κατά τους βιογράφους τους παρουσιάζονται ως οι πρώτοι επώνυμοι ασκητές του Αγίου Όρους, διοργανωτές του μοναχισμού, υπερασπιστές των αγίων εικόνων, κτήτορες ναών, ιεραπόστολοι και θαυματουργοί όσιοι.
Η μνήμη τους τιμάται στις 18 Όκτωβρίου।
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2007

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ & ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

                                    Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ο εκατόνταρχος

Λογγίνος
1.Καταγωγή – Επάγγελμα
Ο άγιος Λογγίνος έζησε κατά τους χρόνους της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ο Συμεών ο Μεταφραστής στους βίους και την πολιτεία Αγίων Μηνός Μαρτίου αναφέρει ότι, ανήκε στην Ιουδαϊκή συναγωγή (P.G., Τόμ. 115, σ. 32 Α).
Ο Άγιος καταγόταν από την κωμόπολη Σανδιάλη της Καππαδοκίας (P.G., Τόμος 115, σελ. 41). Εκεί, λοιπόν, αποσύρθηκε μετά την Ανάσταση του Κυρίου, όταν παραιτήθηκε από το Ρωμαϊκό στρατό που υπηρετούσε και εκήρυξε «Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα εκ νεκρών».
Ο Λογγίνος υπηρέτησε ως Αξιωματικός στο Ρωμαϊκό στρατό κα έφερε το βαθμό του Κεντυρίωνα – Εκατόνταρχου.
(Η λέξη Κεντυρίων προέρχεται από τη λατινική λέξη Centum που σημαίνει εκατό, διοικητής δηλαδή εκατό στρατιωτών , εκατόνταρχος).
Κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Κυρίου επί της γης τελούσε υπό τις διαταγές του Ποντίου Πιλάτου, Ρωμαίου Επάρχου στην Ιουδαία (26 – 33 μ.Χ.).
2. Εποπτεύει κατά τη Σταύρωση του Χριστού
Κατά την παράδοση του Ιησού στους Εβραίους για να τον σταυρώσουν, ο Πιλάτος έδωκε εντολή στον εκατόνταρχο Λογγίνο να υπηρετήσει στα τίμια πάθη και τη σταύρωση, μετά των στρατιωτών του.
Το όνομα του Εκατόνταρχου δεν αναγράφεται σε κανένα από τα Ευαγγέλια. Σ’ όλα μνημονεύεται με το αξίωμά του, είτε ως Κεντυρίων, είτε ως Εκατόνταρχος.
Έτσι, ο Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του Πιλάτου, επιστάτησε καθ’ όλη τη διάρκεια των φρικτών Παθών του Κυρίου στο Γολγοθά. Ως εκ τούτου, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των εκεί θαυμαστών γεγονότων κατά τη Σταύρωση του Κυρίου.
Ο μακάριος θα μπορούσε να φαντασθεί, όταν έφθασε στο Γολγοθά, ότι – ευθύς μετά τη Σταύρωση του Χριστού – θα γινόταν ο πρώτος ομολογητής της Θεότητας Αυτού; Αδύνατον! Όπως γνωρίζουμε, μετά τη θεία Σταύρωση, οι Απόστολοι και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου για το φόβο των Ιουδαίων απομακρύνθηκαν από το Γολγοθά.
Ο Λογγίνος όμως έμεινε κοντά στον Εσταυρωμένο. Η ψυχή του είχε συγκινηθεί από την άδικη Σταύρωση του αθώου Ιησού. Η προσωπικότητα του Ναζωραίου τον είχε σαγηνεύσει. Κάτι του έλεγε μέσα του πως αυτός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος.
Και όντως, έτσι ήταν! Τα θαυμαστά γεγονότα που επακολούθησαν τον συντάραξαν και του μετέβαλαν σιγά – σιγά, αλλά σταθερά, την εσωτερική του αυτή φωνή σε ακλόνητη πίστη.
Την έκτη ώρα απλώθηκε πυκνό σκοτάδι σ’ όλη τη γη, που διήρκεσε τρεις ώρες (Ματθ. κζ’ 45, Μάρκου ε’ 33 και Λουκά κγ’ 44).
Την ενάτη ώρα ο Χριστός παρέδωκε το πνεύμα Του, όχι σαν κοινός άνθρωπος. Παραδόξως, δεν περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση, ενώ βρισκόταν επί έξι (6)ώρες στο Σταυρό, γεγονός ανθρωπίνως αδύνατο και παντελώς άγνωστο στην ιστορία των σταυρικών εκτελέσεων. Αλλά, πριν να παραδώσει το πνεύμα Του, με δυνατή φωνή αναβόησε το: «ηλί, ηλί, λιμά σαβαχθανί» δηλαδή «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με έγκατέλιπες» (Ματθ. κζ 46, Μάρκου ιε, 34).
Και ευθύς, μετά τον θάνατό Του, η γη σείσθηκε, βουνά και πέτρες εσχίσθηκαν και μνημεία ανοίχθηκαν, άγιοι δε αναστήθηκαν και εμφανίσθηκαν σε πολλούς, μέσα στην Ιερουσαλήμ, μετά την ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. κζ’ 51-53, Μάρκου ιε’ 38 και Λουκά κγ’ 45-46).
Ο Λογγίνος ως συνετός άνθρωπος καταλήφθηκε από ιερό φόβο. Όλα αυτά τα παράδοξα γεγονότα δεν τα έβλεπε τυχαία. Εξ άλλου, για πρώτη φορά συνέβαιναν στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ήταν θαύματα του Θεού, τα οποία οπωσδήποτε έγιναν χάριν αυτού που σταυρώθηκε στον Γολγοθά. Αυτού, που, όπως θα μάθει μετά την Ανάστασή Του, από άπειρη ευσπλαχνία, κατέβηκε από τον ουρανό, Θεός όντας, στη γη και έγινε και τέλειος άνθρωπος για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, με τη σταυρική Του θυσία.
Ο Εκατόνταρχος συναισθάνεται την Παντοδυναμία του Θεού να μαρτυρεί την οργή Του γι’ αυτόν τον αθώο.
3. Ομολογεί ότι ο Ιησούς «αληθώς Θεού Υιός ήν».
Μετ’ απ’ όλα αυτά τα θαύματα, που είδε και άκουσε ο Λογγίνος, άλλο ένα θαύμα εξίσου μεγάλο και συγκλονιστικό άρχισε να συντελείται στην ψυχή του. Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να το συλλάβει, γιατί ήταν έργο της Θείας Χάριτος. Μετά το ληστή, ο Εκατόνταρχος, βλέπει τα γενόμενα, τα κρίνει όσο μπορεί ψύχραιμα και οδηγείται στη μετάνοια, στην αληθινή πίστη.
Ο Λογγίνος ήταν καλοπροαίρετος και ειλικρινής άνθρωπος. Κάτω από το επιβλητικό παράστημά του και το αυστηρό ύφος του κρυβόταν αγαθή διάθεση. Αφού παρακολούθησε με ενδιαφέρον όλα τα θαυμάσια και είδε τον άδικο και παράδοξο θάνατο του Ιησού, αισθάνθηκε συμπάθεια και συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό προς τον εσταυρωμένο.
Τώρα πια, δεν είχε καμιά αμφιβολία, ότι ο Ιησούς ήταν Υιός του Θεού. Αυτό το επίστευσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Εκεί, επάνω στο λόφο του Γολγοθά, εμπρός στον εσταυρωμένο Ιησού, ο Λογγίνος, κατεχόμενος από τη δύναμη της αληθείας που διέλαμψε μέσω των τόσων θαυμαστών γεγονότων, ανοίγει το στόμα του για να κάνει – αυτός πρώτος – τη μεγάλη ομολογία: «Αληθώς ο άνθρωπος ούτος, Υιός ήν Θεού» (Μάρκου ιε’ 39, Λουκά κγ’ 47 και Ματθ. κζ’ 54). Είναι ο πρώτος Αξιωματικός, αλλά και ο πρώτος από τους επισήμους που ομολογεί τη Θεότητα του Χριστού ευθύς μετά την σταύρωσή Του.
Την ιδίαν ομολογίαν έκαναν και οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού και ήταν υπό τις διαταγές του (Ματθ. κζ’ 54).
Η ομολογία ήταν ενσυνείδητη, σαφής και σταθερή. Η ευστοχώτερη της ώρας εκείνης. Απαντητική φωνή προς την ταραγμένη και πενθούσα φύση, προς τους φοβισμένους και κατηφείς μαθητές του Θείου Διδασκάλου. Ομολογία συγκλονιστική, αξιωματούχου της Ρωμαϊκής Διοικήσεως στην Ιουδαία, της οποίας ο αντίλαλος θ΄ ακούγεται, όσο θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη αυτό. Αναμφισβήτητα, υπήρξε πολύτιμη, γιατί από κάθε εχέφρονα εκτιμάται και σαν αποδεικτικό μέσο της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
Έτσι, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της παρανομίας, της μοχθηρίας και της κακίας, των βλασφημιών και ύβρεων, βρέθηκε και ένα στόμα από το οποίο εξήλθε το άρωμα της ομολογίας και της δοξολογίας προς το Θεό, συνάμα δε και το μεγαλείο της ταπεινώσεως.
«Και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε˙ πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου˙ και ταύτα ειπών, εξέπνευσεν˙ ιδών δε ο Εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν, λέγων, όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ήν» (Λουκά κγ’ 46 – 47 και Μάρκου ιε’ 39).
Και το στόμα αυτό δεν ήταν, ούτε των Γραμματέων, ούτε των Πρεσβυτέρων και Φαρισαίων, που και αυτοί είδαν και άκουσαν τα εξαιρετικά συμβάντα και ημπορούσαν να τα κατανοήσουν, αλλά του Εκατοντάρχου που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Πιλάτου.
Όμως, ο θεός, δεν τους αξίωσε. Γιατί ο Κύριος, ως παντογνώστης που είναι, δεν ημπορούσε να αξιώσει τέτοιας εξαιρετικής τιμής ανθρώπους, υποκριτές, συμφεροντολόγους, αδίκους, μοχθηρούς, φαντασμένους, υπερήφανους και αχάριστους. Με αυτή την τιμή αξίωσε τον Εκατόνταρχο, που είχε αγαθή ψυχή και διάθεση.
Ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, αφού εγνώρισε την αλήθεια, με ενθουσιασμό, αλλά και απόλυτη πίστη στη Θεότητα του Χριστού, χωρίς κανένα φόβο και με ελευθέρα γλώσσα εμφανίσθηκε στο μέσο της συναγωγής των Ιουδαίων και επανέλαβε: «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος». Ακολούθως, όταν ενταφίασαν το ζωοποιό και πανακήρατο σώμα του Κυρίου, ο Εκατόνταρχος διατάχθηκε από τον Πιλάτο να φυλάξει με την κουστωδία του τον τάφο, καίτοι είχε ευνοϊκή γνώμη για τον Χριστό και επίστευε, πως είναι Υιός Θεού. Προφανώς, στην ανάθεση και πάλι της φυλάξεως από τον Λογγίνο, οι Ιουδαίοι δεν αντέδρασαν, διότι, μετά τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, κατά και μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, οπωσδήποτε ευρίσκονταν υπό μεγάλη σύγχυση.
Έτσι, ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, εκτελώντας τη διαταγή του προϊσταμένου του, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των όσων συνέβησαν κατά τη, με τρόπο θαυμαστό, αναγγελία της Αναστάσεως του Χριστού υπό του Γαβριήλ στις Μυροφόρες.
Συγκλονίστηκε μαζί με τους στρατιώτες του από το δυνατό σεισμό. Είδε το αστραπόμορφο άγγελο, ο οποίος εκύλησε το μέγα λίθο από τη θύρα του μνημείου και έζησε τα μετά το άγγελμα της Αναστάσεως του Χριστού θαυμάσια, μέσα σε αγωνία, φόβο, συγκίνηση αλλά και ανεκλάλητη χαρά. Η συγκίνησή του έγινε «πιστεύω». Η ξεχωριστή τιμή που του έκανε ο Κύριος να είναι «παρών» στο μνήμα Του, κατά τη διαπίστωση της Εγέρσεώς Του, εσφραγισμένου του Τάφου, από τους φρουρούς – Ρωμαίους στρατιώτες, Μαθητές Του και Μυροφόρες, έγινε «θρησκεία».
«Τώρα, ποιος μπορεί να μου κλονίσει το “πιστεύω” μου, έλεγε. Ιδού ο κενός Τάφος, τα εντάφια, το σουδάριο, ο αποκυλισθείς λίθος».
Οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν πότε έγινε η Ανάσταση ακριβώς και αν είδε κανείς το Χριστό την ώρα της Αναστάσεώς Του. Ο Κύριος ηγέρθη του Τάφου, εσφραγισμένου – όντως – αυτού και φυλασσομένου από Ρωμαϊκή κουστωδία.
4. Συκοφαντείται η Ανάσταση, δωροδοκούνται φρουροί.
Μετά το θαυμαστό άνοιγμα του Τάφου και τη βεβαίωση των φρουρών, περί της Αναστάσεως του Κυρίου, έτρεξαν μερικοί από αυτούς και ανήγγειλαν τα γενόμενα στους Αρχιερείς.
Εκείνοι δε, επειδή εθεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, έκαναν αμέσως με τους Πρεσβυτέρους συμβούλιο και για να σκεπάσουν το σφάλμα τους σκέφθηκαν την δωροδοκία.
Έδωκαν στου φρουρούς αρκετά χρήματα να συκοφαντήσουν την Ανάσταση και να διαδώσουν, ότι οι μαθητές του πήγαν κρυφά τη νύχτα, την ώρα που αυτοί εκοιμούντο, και έκλεψαν το σώμα του Χριστού (Ματθ. κη’ 13).
Αυτά, λοιπόν, διεκήρυξαν οι στρατιώτες της κουστωδίας. Αλλά, πως ήταν δυνατό να είναι όλοι συγχρόνως κοιμώμενοι, όταν γνώριζαν ότι, μια τέτοια αμέλεια ο Ρωμαϊκός Νόμος την τιμωρούσε με θάνατο; Και, το σπουδαιότερο. Πως η σκηνή αυτή μαρτυρείται από ανθρώπους, οι οποίοι εκοιμούντο;
Ο πιστός Λογγίνος δεν έλαβε κανένα αργύριο, αλλ’ ούτε και θέλησε να ενδώσει στις πιέσεις των Προεστώτων Ιουδαίων. Απεναντίας, με παρρησία ήλεγξε την συκοφαντία των Εβραίων και εκήρυξε ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ηγέρθη εκ νεκρών. Ο Κύριος όμως, τον Οποίον ομολόγησε ως Θεόν, επεφύλαξε στον αγαθό Εκατόνταρχο και άλλη τιμή. Την τιμή του μαρτυρίου υπέρ αυτού.
5. Παραιτείται από το Ρωμαϊκό στρατό.
Αυτά, όταν τα έμαθαν ο Πιλάτος, οι Αρχιερείς και το Συνέδριο των Ιουδαίων, έστρεψαν κατά του Λογγίνου όλο το μίσος που είχαν κατά του Χριστού και ζητούσαν ευκαιρία να τον θανατώσουν. Ο Εκατόνταρχος, μόλις πληροφορήθηκε από ένα φίλο του το σχέδιο των Ιουδαίων και για να απαλλαγεί, όσο το δυνατόν ενωρίτερα απ’ αυτούς, τους φθονερούς και θεοκτόνους, απορρίπτει τη ζώνη και τη χλαμύδα, περιφρονεί το αξίωμά του, απαρνείται τους συναδέλφους του, τους συνεργάτες του, τους συγγενείς και τους φίλους του και πηγαίνει στην πατρίδα του, την Καππαδοκία, μαζί με δύο στρατιώτες της συνοδείας του που επίστευσαν στον Χριστό.
Εκεί, λοιπόν, γίνεται – μετά των συντρόφων του – κήρυκας των παραδόξων και θαυμασίων του Χριστού και άλλος απόστολος. Κηρύττει δε, όσα έζησε κατά την Σταύρωση και Ανάσταση. Ομολογεί τον Χριστό Υιό του Θεού. Η ομολογία του διαδόθηκε σχεδόν σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Χωρίς φόβο κηρύττει, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς είναι Θεός αληθινός.
Αυτό, όταν το έμαθαν οι Χριστομάχοι Ιουδαίοι, όχι μόνο θορυβήθηκαν, αλλά και εξεμάνησαν εναντίον του. Μαζεύθηκαν και κατάφεραν τον Πιλάτο να γράψει κατηγορίες για τον Λογγίνο προς τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριο.
Ο Πιλάτος ανέφερε, ότι ο Λογγίνος περιφρόνησε το αξίωμά του και την πίστη του και εκήρυττε έναν άνθρωπο Ιησού Χριστό για βασιλέα αιώνιο, παρέσυρε δε στη γνώμη αυτή τους περισσοτέρους από τους Καππαδόκες. Οι Ιουδαίοι, μαζί με την επιστολή προς τον Τιβέριο, έστειλαν και αργύρια για να τον πείσουν να καταδικάσει το Λογγίνο σε θάνατο.
6. Εκδίδεται διάταγμα καταδίκης του σε θάνατο.
Έτσι, αφού διέβαλαν τον Λογγίνο στη Ρωμαϊκή εξουσία, επέτυχαν την έκδοση αυτοκρατορικού διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο ο Πιλάτος επροστάσσετο όπως φονεύσει αυτόν και τους δύο συντρόφους του.
Μόλις έλαβαν γνώση της αποφάσεως του Καίσαρα οι Ιουδαίοι, αμέσως, ως γύπες σαρκοβόροι εκινήθηκαν να τους θανατώσουν, αποστέλλοντας στην Καππαδοκία στρατιώτες προς το σκοπό αυτό.
Ο αγαθός Λογγίνος διέμενε έξω από την πόλη σ’ ένα κτήμα που ήταν πατρικό του, ζώντας με τους δύο συντρόφους του μία ασκητική και ήρεμη ζωή Μπορεί δε, και να χαρακτηριστεί ως ιδρυτής του ατύπου κοινοβιακού χριστιανικού βίου.
Οι στρατιώτες, λοιπόν, που πήγαιναν να φονεύσουν το Λογγίνο, έφθασαν ένα βράδυ στο σπίτι του και μη γνωρίζοντες, ότι ήταν εκείνος που ζητούσαν, τον ρώτησαν μυστικά να τους υποδείξει τον τόπο που κατοικούσε ο πρώην Αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, Εκατόνταρχος Λογγίνος. Το είπαν αυτό, γιατί ήθελαν να υπάγουν αιφνιδίως να τον συλλάβουν. Επίστευαν, ότι αν το επληροφορείτο θα έφευγε και δε θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατό να εννοήσουν οι άφρονες, ότι εκείνος δικαίως επιθυμούσε να θανατωθεί για την αγάπη του Χριστού, ο Οποίος τόσα φρικτά μαρτύρια υπέστη για τη δική μας σωτηρία, μιμούμενος το Πάθος Του.
7. Φιλοξενεί τους δημίους του.
Οι διώκτες του τον καταζητούν και μπαίνουν στο σπίτι του, αγνοώντας ποιος είναι ο οικοδεσπότης. Ο Λογγίνος εγνώρισε από πνεύμα Άγιο τι τον ήθελαν. Παρ’ όλα αυτά τους είπε με φωνή ήρεμη και γεμάτη καλωσύνη.
«Μην ανησυχείτε, εγώ θα σας τον υποδείξω αυτόν που ζητείτε». Ανίκητη μυστική έλξη προς το μαρτύριο αποδεικνύεται, κυρίως, η αγάπη προς τον Κύριο. Ο Λογγίνος φλογερός εραστής του θείου Νυμφίου επιθυμεί να αποθάνει στην παλαίστρα, να ενωθεί με τον Χριστό. Νοσταλγεί την Άνω Ιερουσαλήμ και σπεύδει να Τον συναντήσει.
Επειδή εγνώριζε προ του μαρτυρίου, πόση ευχαρίστηση επρόκειτο να απολαύσει μετά τον θάνατό του, σκεπτόμενος έλεγε προς τον εαυτό του: «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. Ι’ 15, Ησαΐου νβ’ 7).
«Τώρα , αξιώνομαι να ίδω τους ουρανούς ανοιγμένους, να ιστορήσω τη δόξα του μονογενούς Υιού του Πατρός, να θωρήσω την ανέκφραστη αστραπή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τώρα, θα είπω, Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου, όπως ο πρώτος των Μαρτύρων, Στέφανος. Τώρα, απέρχομαι στην ανωτάτη χρυσόπυργο Ιερουσαλήμ, όπου είναι η πατρίδα των αγγέλων και η μητρόπολη όλου του χορού των αγίων…Τώρα, γυμνώνομαι από τον πήλινο χιτώνα, ελευθερώνομαι από τους πολυστενάκτους δεσμούς της σάρκας και απαλλάσσομαι από τη φθορά. Ενδύομαι με τη μεγάλη χαρά, την αφθαρσία και πηγαίνω προς το λιμένα εκείνον της ζωής, όπου κατοικούν οι άγιοι. Ευφραίνου, λοιπόν, ψυχή μου, γιατί πηγαίνεις προς τον Σωτήρα και Ποιητή σου. Δείξε, ώ Λογγίνε, ευχάριστο και γελαστό πρόσωπο, γι’ αυτή σου την κλήση».
Με αυτές τις σκέψεις που έκαμε, επήρε ο μακάριος τους δημίους στο σπίτι του. Μάλιστα, έδωκε εντολή στους οικείους του: «Πολυτελή παραθήσωμεν τράπεζαν, τοις επί το δείπνον ημών καλούσι το βασιλικόν». Οποία θεία φιλοσοφία κρύβεται στους λόγους του μελλοθανάτου. Οι δήμιοι φονεύοντας το Μάρτυρα προσκαλούν στο βασιλικό Δείπνο του Ουρανού. Ο Μάρτυς Λογγίνος οραματίζεται το Ουράνιο Δείπνο, θεωρεί ευεργέτες τους δημίους και παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με αυτούς. Αφού τους εφιλοξένησε πλουσιώτατα, τους ερώτησε για ποια αιτία ζητούσαν το Λογγίνο.
Εκείνοι ανύποπτοι, αφού τον όρκισαν να μην ανακοινώσει σε κανένα την υπόθεση, του ανέφεραν ότι ο Τιβέριος έγραψε στον Πιλάτο μα θανατώσει τον πρώην Εκατόνταρχο και τους δύο στρατιώτες που τον ακολούθησαν.
Τότε, ο Λογγίνος, ερώτησε να μάθει τα ονόματα των στρατιωτών και αφού βεβαιώθηκε ότι πρόκειται περί των συντρόφων του, τους είπε: «Αναπαυθείτε δύο μέρες στο σπίτι μου, γιατί αυτοί οι τρεις έρχονται εδώ μεθαύριο και θα σας τους παραδώσω, χωρίς να πάτε εσείς να τους αναζητήσετε».
Αυτό το είπε, γιατί οι άλλοι δύο έλειπαν σε κάποια υπηρεσία.
Έχοντας πόθο να μαρτυρήσουν και οι τρεις μαζί, τους ειδοποίησε να επιστρέψουν αμέσως. Εν τω μεταξύ ο Λογγίνος περιποιήθηκε τους δημίους του πλουσιοπάροχα, σαν τέλειος μαθητής του Δεσπότου Χριστού. Το επικείμενο μαρτύριο, καθόλου δεν τον εμπόδισε στη φιλοξενία των ανθρώπων που μετ’ ολίγον θα τον αποκεφάλιζαν.
Απεναντίας έχαιρε και περίμενε πότε να επιστρέψουν οι αδελφοί-στρατιώτες του.
8. Αποκαλύπτεται στους δημίους του.
Όταν άκουσε πως έρχονταν και οι άλλοι δύο, τότε είπε προς τους δημίους του ο Λογγίνος:
«Αγαπητοί μου φίλοι, ήλθε η ώρα να σας ανακοινώσω το μυστικό, που σας έκρυβα μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο Εκατόνταρχος Λογγίνος, τον οποίον εσείς ζητείτε».
Εκείνοι, μόλις άκουσαν την πληροφορία – απο0κάλυψη, εξεπλάγησαν. Επειδή τον έβλεπαν με πρόσωπο χαρωπό στην αρχή δεν τον επίστευσαν. Όταν όμως, βεβαιώθηκαν ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος, επόνεσε η ψυχή τους και βαρειά αναστέναξαν. Τους έτυπτε η συνείδησή τους, γιατί ήταν υποχρεωμένοι να του ανταποδώσουν τέτοιο κακό, παρ’ ότι τους εφιλοξένησε με τόση καλωσύνη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι ήταν οι δήμιοί του. Του έλεγαν δε, με πόνο και θλίψη: «Γιατί, φίλε Λογγίνε, έκαμες τέτοιο εγχείρημα να υποδεχθείς τους δημίους σου στο σπίτι σου και η φιλοξενία τους να γίνει για σένα θάνατος; Τι σε έκανε να φιλοξενήσεις τόσο πλούσια τους σφαγείς σου, επί τρεις ημέρες;
Πήγαινε εις ειρήνην, ώ άνθρωπε, ας είναι η ζωή σου χάρισμα για το μισθό της φιλοξενίας σου. Φοβούμεθα να βάλουμε το μαχαίρι στο λαιμό σου. Ευλαβούμεθα το αλάτι και τα φιλεύματα που φάγαμε στο σπίτι σου. Φοβούμεθα ακόμα το Θεό, ου είναι ο έφορος της φιλοξενίας. Πώς να σηκώσουμε τα χέρια μας επάνω σου; Δειλιάζουν, όχι μόνο τα χέρια μας, αλλά και τα πόδια μας και όλο το σώμα. Πώς να κάνουμε τέτοιο κακό; Δεν μπορούμε να γίνουμε φονευτές του ευεργέτου και ξενοδόχου μας. Καλλίτερα να κινδυνεύσουμε από τον Πιλάτο, παρά να μολύνουμε τη συνείδησή μας και να διαπράξουμε ένα τέτοιο ανοσιούργημα».
Αυτά έλεγαν οι δήμιοι, στρατιώτες του Πιλάτου, διότι συμπονούσαν τον Άγιο. Αλλ’ εκείνος }πρόθυμος και εύψυχος αθλητής» δεν παραιτείται του αγώνα υπέρ του ονόματος του Κυρίου και προς αυτούς «ευθαρσώς αποκρίνεται».
«Γιατί φθονείτε τα αγαθά, που μου δίνετε παρά τη θέλησή σας; Γιατί οδύρεσθε για τον θάνατό μου, που είναι η απαρχή της ζωής μου και βασιλεία αιώνιος; Μη λυπείσθε, φίλοι μου, αλλά παρηγορηθείτε, διότι τούτο το τέλος μου προξενεί αιώνιο αγαλλίαση, αφού με αξιώνει να συνευφραίνομαι πάντοτε στον Παράδεισο με το Δεσπότη μου Χριστό. Αυτός είναι Θεός αληθέστατος, όπως – όλα τα κτίσματά του κατά την ώρα του εκουσίου πάθους του – ομολόγησαν. Ο ουρανός εμαύρισε. Ο ήλιος εσκοτίσθη. Η γη εταλαντεύθη. Οι πέτρες εσχίσθηκαν. Και εγώ να γίνω αναισθητότερος από τα λιθάρια και τα άλλα κτίσματα; Να μη γνωρίσω τον κτίστη μου; Μη θελήσετε να με δείτε προδότην της ζωής κι’ αποστερημένον της θείας χάριτος. Φοβούμαι, ότι θα εύρω κατήγορον την κτίσιν αν δείξω τέτοια απιστία. Δεν πρόκειται να αρνηθώ Εκείνον, τον οποίον άπαξ ωμολόγησα. Μη θελήσετε να ζημιωθώ την δόξαν εκείνην. Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα, έλεγε ο Άγιος, για να πείσει τους απεσταλμένους να εκτελέσουν τη διαταγή που πήραν από τον Πιλάτο. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι δύο σύντροφοι του Λογγίνου. Μόλις τους αντίκρυσε, χάρηκε πάρα πολύ και αφού τους αγκάλιασε και τους κατεφίλησε αδελφικά, τους είπε: «Χαίρετε, ώ συστρατιώτες του Χριστού, νικητές των θείων αγώνων και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Χαίρετε, γιατί άνοιξε για μας η πύλη του Ουρανού και άγγελοι του Θεού μέλλουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις προσφέρουν στο μονογενή Υιό του Θεού. Ιδού, βλέπω τις λαμπάδες και κατοπτεύω τα στεφάνια και τα βραβεία στοχάζομαι, με τα οποία θα σταθούμε προ του βήματος του Νυμφίου, αγαλλόμενοι».
Το θαύμα οφείλεται στην πίστη την «δι’ αγάπης ενεργουμένην» (Γαλάτ. ε’ 6). Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ντύνεται «στολήν καθαράν…ως επί γάμον και νυμφώνα καλούμενος», ευφραίνεται, μελετά τη θυσία του μαρτυρίου και βαδίζει χαίροντας προς τον Κύριο και Δεσπότη.
Μία μόνο επιθυμία είχε. Το σώμα του ήθελε να ενταφιασθεί σ’ ένα λόφο, τον οποίον και υπέδειξε στους «φίλους» του δημίους.
9. Η αποκεφάλιση του Εκατοντάρχου και των δύο στρατιωτών του.
Ο άγιος Λογγίνος εραστής του Εσταυρωμένου, έχοντας το πλήρωμα της αγάπης προς το Χριστό και τους δημίους, πείθει τους φιλοξενηθέντες στρατιώτες – δημίους, κάμπτει το γόνατο, αποκεφαλίζεται και εγγράφεται στους χορούς των Αποστόλων και Μαρτύρων. Ακολούθως και οι σύντροφοί του πανευτυχείς, λαμπροστολισμένοι, έσκυψαν τις τίμιες κεφαλές τους και οι απεσταλμένοι τις απέκοψαν, εκτελώντας το αυτοκρατορικό πρόσταγμα. Έτσι, προστέθηκαν και αυτοί οι δύο στους πρώτους υπέρ του Χριστού ενδόξους Μάρτυρες.
Η αποκεφάλισή τους έλαβε χώραν την 16ην Οκτωβρίου. Οι μακάριες ψυχές των τριών «Αθλητών» της πίστεώς μας ανέβηκαν παρευθύς στα ουράνια, για να συναντήσουν τον νικητή του θανάτου, τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος υπέρ της σωτηρίας αυτών και όλου του κόσμου απέθανε.
Όντως, στο Λογγίνο και στους δύο στρατιώτες του «εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνο εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. α’ 29).
Είναι γεγονός, ότι η πίστη και ο μαρτυρικός θάνατος του Εκατοντάρχου, ο οποίος θανατώθηκε γιατί εκήρυττε την Ανάσταση του Κυρίου, ως και το μαρτύριο των δύο στρατιωτών του, για τον ίδιο λόγο αποτελούν, θα λέγαμε, αμάχητη απόδειξη της Αναστάσεως του Κυρίου εκ νεκρών.
Οι δήμιοι, μετά την αποκεφάλιση, πήραν την κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου και την έφεραν στον Πιλάτο για να βεβαιωθεί πως τον θανάτωσαν και να ευφρανθούν και οι Ιουδαίοι βλέποντας αυτή.
Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν την κεφαλή του Εκατοντάρχου Λογγίνου, χάρηκαν και έδωκαν στους δημίους – στρατιώτες πολλά αργύρια. Ο Πιλάτος, για να ικανοποιήσει πιο πολύ τους μοχθηρούς Ιουδαίους, διέταξε και πέταξαν την τίμια κεφαλή του Μάρτυρα περιφρονητικά, έξω από την Πόλη.
Αλλά ο Κύριος, για τον Οποίον κόπηκε η τιμία αυτή κεφαλή, δεν την άφησε να μείνει καταφρονημένη εκεί στις ακαθαρσίες που την έρριψαν. Την εφύλαξε αοράτως και δεν έπαθε καμία αλλοίωση, παρ’ ότι έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα μέσα σε βρώμικο τόπο.
Όχι μόνο το σημείο τούτο ετέλεσε, αλλά και άλλο πιο θαυμαστό.
10. Χήρα ανευρίσκει την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα, μετά από όνειρο
Μία γυναίκα χήρα ήταν τυφλή και είχε μικρή παρηγορία στη χηρεία της και την τυφλότητά της ένα γυιό μονάκριβο. Αυτή, λοιπόν, είχε στο Θεό μεγάλη πίστη και ευλάβεια. Γι’ αυτό, μίαν ημέρα πήρε το ραβδί της και με οδηγό το γιο της έφυγε για τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Ήλπιζε, ότι ο Δεσπότης Χριστός, ως παντοδύναμος που είναι, θα την ελυπείτο και θα της έδινε το φως της.
Όταν έφθασε στους Αγίους Τόπους, επήρε χώμα και με ευλάβεια το έβαλε επάνω στα μάτια της. Δυστυχώς όμως, δεν αποκαταστάθηκε η όρασή της . Κοντά σ’ αυτή τη στενοχώρια, τη βρίσκει κι’ άλλη μεγαλύτερη συμφορά. Απρόοπτα, αρρώστησε ο γιος της, τον οποίο είχε – αντί των ματιών της – οδηγό και βοήθεια και απέθανε. Έκλαιε η ταλαίπωρη και οδυρόταν για τις συμφορές που την είχαν εύρει και έλεγε:
«Διατί, Κύριέ μου, με εγκατέλειπες τελείως την ταλαίπωρη; Εβαρύνθη εις εμέ η αγία σου χειρ και έκαμεν εις όλους παραβολήν και αισχύνονται εις εμέ οι δούλοι σου; Τάχα, εγώ μόνο αμάρτησα και δια τούτο μόνη κολάζομαι και με εστέρησες του μονογενούς μου υιού, το οποίον είχα αντί του φωτός των οφθαλμών μου; Ποία ελπίς σωτηρίας και παραμυθίας μου έμεινεν; Ώ γλυκύτατον τέκνον μου. παρηγορία του πάθους μου, τι να γίνω η ταλαίπωρος; Πώς να κυβερνηθώ χωρίς εσέ;».
Αυτά και άλλα παρόμοια μοιρολόγια, κατά τη συνήθεια των γυναικών, έλεγε η δυστυχής εκείνη γυναίκα. Καθώς ήταν κουρασμένη, από τον πόνο και τα δάκρυα, την πήρε ο ύπνος. Και, ώ του θαύματος! Βλέπει στο όνειρό της τον Άγιο Λογγίνο, ο οποίος, όχι μόνο της έδωκε κουράγιο, αλλά της υποσχέθηκε ότι θα γίνει καλά:
«Εγώ είμαι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, ο οποίος, όταν οι Εβραίοι σταύρωσαν το Χριστό και Σωτήρα μας, ομολόγησα ότι είναι Θεού Υιός και ο Πιλάτος, κατά διαταγήν του Τιβερίου, έστειλε στρατιώτες και με αποκεφάλισαν στην πατρίδα μου, την Καππαδοκία. Για να πεισθούν δε οι αιμοχαρείς Εβραίοι έφεραν την κεφαλήν μου εδώ και την έρριψαν εις την κοπριάν έξω της πόλεως. Ύπαγε, λοιπόν, εις τον τόπον αυτόν σκάλισε βαθέως εις την κοπριάν και θέλεις εύρεις την κεφαλήν μου. Έγγισον αυτήν εις τους οφθαλμούς σου και θα αναβλέψης. Τότε, θα σου δείξω και τον υιόν σου εις πόσην δόξαν ευρίσκεται και θα παρηγορηθής δια τα παθήματά σου».
Μόλις εξύπνησε η τυφλή επήγε στο τόπο που της είπε ο Άγιος, με κόπο πολύ, βοηθουμένη από άλλον, άρχισε δε με προθυμία να σκαλίζει την κοπριά με τα χέρια της. Και, ώ του θαύματος! Καθώς ερευνούσε βρήκε την τιμία κεφαλή του Αγίου Λογγίνου.
11. Η τιμία κεφαλή του Αγίου θαυματουργεί.
Η χαρά της τυφλής ήταν πολύ μεγάλη. Κατασυγκινημένη ακούμπησε την τιμία κεφαλή, όπως της είπε ο Άγιος στον ύπνο της, στα μάτια της και αμέσως ανέβλεψε. Ο ατίμητος αυτός θησαυρός έλαμπε σαν αστέρι υπέρλαμπρο. Ασπαζόταν, λοιπόν, και κατεφίλει – με θερμότατα δάκρυα – την τιμία κεφαλή του Μάρτυρα Λογγίνου. Δοξολογούσε το Θεό, διότι της έδωκε το φως της και ευχαριστούσε τον Άγιο για τη βοήθειά του. Έπειτα, αφού εκαθάρισε με επιμέλεια την τιμία κεφαλή του Αγίου, την άλειψε με μύρα και επέστρεψε στο σπίτι της, έχοντας προστασία, συντροφιά και ευλογία ένα τέτοιο πολύτιμο μαργαρίτη.
Κατά την επομένη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο της ο Μάρτυρας, κρατώντας το γιό της στην αγκαλιά του, σαν παιδί του. Ήταν δε ο γιός της ντυμένος με πλούσια ενδύματα γάμου και χαρούμενος. Τότε, της είπε ο Άγιος. «Ιδέ τον υιόν σου, δια τον οποίον εθρήνεις, πόσην απόλαυσιν εύρε, μη λυπήσαι λοιπόν, αλλά χαίρε, ότι ο Θεός τον αξίωσε της Βασιλείας Του και μου τον έδωκε συνοδείαν, να μη αποχωρισθή ποτέ από εμέ. Λάβε, λοιπόν, την κεφαλήν μου και το λείψανον του υιού σου και θάψον εις ένα τάφον αμφότερα, ευχαρίστει δε τον Κύριον, όστις τον ανέπαυσεν εις τόσην δόξαν και ευφροσύνην αιώνιον».
Αυτά, μόλις άκουσε η γυναίκα, έβαλε σε θήκη την κεφαλή του Μάρτυρα και το λείψανο του γιού της και τα μετέφερε στην πατρίδα του αγίου, την Καππαδοκία, στην κωμόπολη Σανδιάλη. Παραδόξως και αυτή έπαθε το ίδιο, που έπαθε και ο Σαούλ. Διότι , καθώς εκείνος ζητούσε τους όνους του πατέρα του και βρήκε – παρ’ ελπίδα – βασιλεία, έτσι κι΄ αυτή, καθώς ζητούσε να απολάβει το φως των ματιών της και αυτό έλαβε και θερμόν προστάτην τον Άγιον Λογγίνο βρήκε.
Μετά ταύτα, έκτισε Εκκλησία προς τιμή του Αγίου και αποθησαύρισε σε αυτή την ιερά κεφαλή του Μάρτυρα. Έτσι, απόκτησε για τον εαυτό της, αλλά και για όλους τους συμπατριώτες της Χριστιανούς πηγή ιαμάτων. Στις ευχαριστίες που ανέπεμπε προς τον Θεό, έλεγε:
«Τώρα εγνώρισα πόσων αγαθών αξιούνται όσοι αγαπώσι τον Κύριον»! Οφθαλμούς εζήτουν σώματος, εγώ δε και τους του πνεύματος έλαβον, ελυπούμην δια την ζημίαν του τέκνου μου και είδα αυτό εις δόξαν μεγάλην, συγκληρονόμον των Αγίων, πλησίον Θεού παριστάμενον, συναυλιζόμενον μετά των Προφητών και των Μαρτύρων και μετά του Εκατοντάρχου Λογγίνου, ενδεδυμένους λαμπρότατα και ψάλλοντας ομού ωδήν επινίκιον, λέγοντες την ιεράν εκείνην φωνήν. «Αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος (Ματθ. κζ’ 54) και έστι και έσται η Βασιλεία Αυτού αιώνιος και η δεσποτεία Αυτού ατελεύτητος. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».
12. Παρεκκλήσιο του Αγίου στο Ναό της Αναστάσεως.
Εντός του πανθαυμάστου κτιριακού συγκροτήματος του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως, όπου ο Ιερός Γολγοθάς και ο ζωηφόρος Πανάγιος Τάφος, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανήγειρε προς τιμήν του αγίου Λογγίνου, ακριβώς όπισθεν του Ιερού του ναού των Ορθοδόξων, παρεκκλήσιο.
Το παρεκκλήσιο ανήκει στους Ορθοδόξους και μέσα σ’ αυτό φυλάσσεται μέρος από τα κομμάτια του Γολγοθά, που κόπηκαν για την ανοικοδόμηση του Ναού της Αναστάσεως το έτος 1810 μ.Χ.
Κατά μία πληροφορία, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο, ενταφιάσθηκε η τιμία κάρα του Αγίου, ενώ κατ’ άλλους, είναι η θέση στην οποία βρισκόταν ο Άγιος, όταν θαυματουργικά πετάχθηκε στον «πάσχοντα οφθαλμό του» σταγόνα αίματος – κατά τη Σταύρωση του Κυρίου – και τον εθεράπευσε (κατά τον αείμνηστο ιεροκήρυκα Δημ. Παναγόπουλον).
Οι προσκυνητές του Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως δε χάνουν και την ευκαιρία να προσέλθουν και στο παρεκκλήσιο του Αγίου Λογγίνου. Θα σταθούν με ευλάβεια και ταπείνωση και θα ζητήσουν στη δέησή τους να αποκτήσουν και αυτοί, αν όχι το θριαμβευτικό μαρτύριό του, τουλάχιστον τα χάρισμα της καλής ομολογίας.
13. Ανέγερση ναϋδρίου επ’ ονόματι του Αγίου.
Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι, με ιδιαιτέρα χαρά – ο ευσεβής Ελληνικός λαός – πληροφορήθηκε από το περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» (φύλλο 462/1988) την απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου να ανεγείρει ναΰδριο προς τιμήν του Αγίου Λογγίνου, του Εκατοντάρχου, στο χωριό Πύργοι – Εορδαίας, το οποίο κατά την εποχή της κατοχής είχε 318 νεκρούς – μάρτυρες, σφαγιασθέντες από τις χιτλερικές ορδές. Το ναΰδριο αυτό θα είναι μοναδικό στην Ελλάδα επ’ ονόματι του γενναίου τούτου Ομολογητού της πίστεώς μας και των συμμαρτυρησάντων δύο στρατιωτών του.
Επίσης, πρέπει να γνωρίσουμε προς τους ευσεβείς αναγνώστες, ιδία δε προς τους φιλακολούθους, ότι ο Οσιολογιώτατος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Υμνογράφος της Εκκλησίας μας το έτος 1987 συνέταξε στο Άγιον Όρος, εις τον γενναίον τούτον Ομολογητήν και Μάρτυρα Ασματική Ακολουθία μετά Παρακλητικού Κανόνος.
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ & ΣΑΒΒΑΣ ΟΙ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΙ

  
Υπήρξε ανώνυμος αδελφός της μονής Βατοπαιδίου. Τα ιερά λείψανά του βρέθηκαν κατά μία επισκευή του παλαιού κοιμητηρίου, εκπέμποντας άρρητη ευωδία. Το σκήνωμα του οσίου βρέθηκε σε στάση προσευχής, με σταυρωμένα τα χέρια. Είχε στο στήθος μία εικόνα της Παναγίας, που δείχνει ότι αυτόβουλα είχε φθάσει εκεί, προβλέποντας το τέλος του και μη θέλοντας από   ταπείνωση να τιμάται. Δίκαια και έξυπνα οι θαυμάζοντες συμμοναστές του τον ονόμασαν Ευδόκιμο, γιατί έζησε ευδοκίμως και ευδόκησε ο Θεός να βρεθούν τα τίμια λείψανά του, τα οποία έκαναν θαύματα και μεταφέρθηκαν στο Καθολικό της μονής στις 5 Οκτωβρίου 1840.
Για τον όσιο αυτόν ο διακριτικός Γέρων Δανιήλ Κατουνακιώτης (+1929) γράφει: «Προς ένδειξιν της αληθείας αναγκάζομαι διά την πολλήν Σας αγάπην να εξιστορή­σω συνοπτικώς ολίγα τινά εκ της καθόλου βιογραφίας του Αγίου Ευδοκίμου. Εγώ, ως γνωρίζετε καλώς, ο ταπεινός υποφαινόμενος προ τριακονταετίας εχρημάτισα εις την Ιεράν Μονήν του Βατοπαιδίου, οπότε εμελέτησα αρκούντως την βιογραφίαν του Αγίου. Επίσης ήκουσα τις αφηγήσεις ευυπολήπτων προσώπων, άτινα ευρέθησαν κατά την ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Ευδοκίμου, ήτις εγένετο κατά το 1840. Ήσαν δε οι αυτόπται ούτοι, ο Ιάκωβος ο Σιμιτζής, ο Γρηγοράκης ο ψάλτης και ο Διακο-Δανιήλ εξ΄Ιερισσού, οίτινες μοι διηγούντο πολλάκις τα της εν λόγω ανακομιδής. Τότε παρήσαν και τρεις Αρχιερείς, ο πρώην Βάρνης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως (Γρηγόριος) και ο Χρύσανθος (πρώην) Σμύρνης, όστις λαβών τον λόγον είπεν ενώπιον του συσσωρευθέντος λαού:
«Πατέρες και αδελφοί, ενταύθα δεν πρέπει να υπάρχη ενδοιασμός περί της αγιότητος του Αγίου, διότι ούτος προϊδών τον θάνατον αυτού και φεύγων την δόξαν των ανθρώπων, ελθών ενταύθα παρέδωκε το πνεύμα και η άπειρος ευωδία του αγίου αυτού λειψάνου καταμαρτυρεί την τούτου αγιότητα. Και επειδή αγνοούμεν την ονομασίαν του, διά τούτο ας τον αποκαλέσωμεν Ευδόκιμον, καθ' όσον δι' ευδοκίας Θεού ευρέθη το άγιον Λείψανόν του.
»Ούτως αυθημερόν συνετάχθη η ακολουθία του και γενομένης ολονυκτίου αγρυπνίας κατ' εκείνην την εσπέραν ήρχισαν τα θαύματα. Και πρώτον εθεράπευσε γηραιόν τινά Μοναχόν εκ Κουλτού, όστις επί πενταετίαν ήτο παράλυτος και αυθωρεί εγένετο υγιής. Επίσης και ο Ιατρός της Μονής των Ιβήρων Γρηγόριος, πάσχων τους οφθαλμούς, επικαλεσθείς τον Άγιον είπεν: "Εάν με κάμης υγιή, αμέσως θα κάμω αργυράν θήκην διά να τεθώσι τα άγιά σου Λείψανα". Και κατά την νύκτα εκείνην εμφανισθείς ο Άγιος τον εθεράπευσε, και ήδη καταφαίνεται εν τη αργυρά θήκη το όνομα του διαληφθέντος Γρηγορίου»: «Το δ' ηργύρωσε Γαβριήλ σεμνόν Κάρη. Ευδόκιμον ευρών των πόνων ακέστορα».
Η μνήμη του τελείται πανηγυρικά στις 5 Οκτωβρίου. Ο υμνογράφος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννίτης στη συμπλήρωση της Ακολουθίας στους Οσίους Αγιορείτες Πατέρες, τον αναφέρει στη δ' ώδή: «Συν θείω Ευδοκίμω ου η εύρεσις πάντας, των αγίων λειψάνων κατ΄ηύφρανε». Ωραία εικόνα του σώζεται στη μονή, έργο του γνωστού αγιογράφου ιερομονάχου Μακαρίου Γαλατσάνου: «Δι' εξόδων του οσιωτάτου κυρίου Γαβριήλ Ιατρού Βατοπαιδινού του εκ Ναούσης μωμβ'» (1852). Τα περι του βίου του οσίου Ευδοκίμου αναφέρονται και σε χειρόγραφο του ιεροδιακόνου Μελετίου Βατοπαιδινού, το οποίο καταλήγει: «Πας όστις επικαλεσθή τον Άγιον μετά πίστεως ας μη αμφιβάλλη διά την εκπλήρωσιν της αιτήσεως, αρκεί μόνον να αιτή από τον Άγιον δίκαια και αγαθά, ου ταις ικεσίαις και ημείς των συμβαινόντων ρυσθείημεν, και Βασιλείας ουρανίου αξιωθείημεν».
Ακολουθία και Παρακλητικό Κανόνα προς τιμή του οσίου συνέθεσε και ο κ. Χαραλάμπης Μπούσιας.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007
 
Ο όσιος Ευδόκιμος έζησε και πολιτεύθηκε στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, όπου και αξιώθηκε τον άφθαρτο στέφανο. Το πραγματικό όνομα του οσίου, είτε το μοναχικό είτε το βαπτιστικό δεν το γνωρίζουμε. Το όνομα Ευδόκιμος δόθηκε εις αυτόν μετά την εύρεση του ιερού του λειψάνου. Επίσης δεν μας είναι γνωστό ούτε ποια ακριβώς εποχή έζησε, ούτε ποια είναι η καταγωγή του, ούτε και οι ασκητικοί του αγώνες ποιοι ήταν, το μόνο σίγουρο είναι ότι έζησε στην Μονή Βατοπαιδίου, διότι εκεί βρέθηκε και έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του.
Η ανακομιδή αυτή έγινε στο παλαιό κοιμητήριο της Μονής στις 5 Οκτωβρίου του έτους 1840. Κατά θεία οικονομία βρέθηκε το λείψανό του, το οποίο απέπνεε άρρητη ευωδία. Κατά την εποχή εκείνη, ο τότε σκευοφύλακας της Μονής π. Ιάκωβος, είδε στον Νάρθηκα τον τοίχο από την δυτική πλευρά ο οποίος είχε μια τεράστια ρωγμή και αποφάσισε να τον επισκευάσει, καλώντας τεχνίτες όπου και τους ανέθεσε την επισκευή του σκευοφυλακίου, καθώς και έναν επιμελητή των έργων, έναν αδελφό της Μονής. Αφαιρώντας οι τεχνίτες την στέγη του Νάρθηκα και γκρεμίζοντας τον διερρηγμένο τοίχο, έπεσαν τεμάχια αυτού σε σημείο που υπήρχαν και άλλα οστά και λείψανα πατέρων της Μονής. Ο π. Ιάκωβος είπε στους τεχνίτες να μαζέψουν τα κρημνίσματα και τα οστά και να τα καθαρίσουν και όταν τελειώσει η επισκευή του έργου να ξανατοποθετήσουν τα οστά χωρισμένα και καθαρισμένα.
Εύρεση των Λειψάνων του οσίου
Ξεκίνησε λοιπόν από τρεις εργάτες η μεταφορά των οστών και των ερειπίων ημέρα Δευτέρα. Την Τετάρτη όπου και ήταν 1 Οκτωβρίου, δύο ώρες προ μεσημβρίας, εξήλθε από των αποκομιζομένων οστών ευωδία θαυμάσιος τόσο πολύ, που θαύμαζαν και οι εργάτες αλλά και ο επιμελητής. Τότε ο επιμελητής τους υπέδειξε να κάνουν ήρεμες και λεπτές εργασίες, διότι το γεγονός αυτό δήλωνε αγιότητα και έπρεπε να προσέξουν μήπως βρουν κάποιο λείψανο. Ώ του θαύματος μετά από λίγο όπου και η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη βρήκαν το άγιο λείψανο. Το μεν κρανίο ήταν ολόκληρο φαλακρό και στηριζόταν από τον σπόνδυλο του αυχένα. Το υπόλοιπο σώμα ήταν περιβεβλημένο με ένα χιτώνα βαμβακερό. Τα οστά όλα ήταν ενωμένα μεταξύ τους, άλλα με τένοντες και άλλα με μια μεμβράνη. Ολόκληρο το σώμα έκλινε προς την αριστερή πλευρά, οι μεν κνήμες έκλιναν προς τα οστά του μηρού και τα γόνατα προς τα εκατέρωθεν πλευρά. Οι χείρες βρέθηκαν σταυροειδώς στο στέρνο, όπου και η δεξιά χείρα είχε αγκαλιασμένη μια παλαιά εικόνα της Παναγίας της Βηματάρισσας.
Όταν φάνηκε ολόκληρο το λείψανο του αγίου, καθώς και η ευωδία είχε καλύψει τον χώρο των εργασιών, οι εργάτες καθώς και ο επιμελητής θαύμαζαν το γεγονός. Τότε έσπευσαν να αναγγείλουν το γεγονός στον επίτροπο Φιλάρετο και σε όλους τους παρευρισκομένους στην Μονή. Έτυχε εκείνη την ημέρα να βρίσκονται και δύο ιεράρχες εις την Μονή Βατοπαιδίου, ο ένας ήταν ο πρώην Σμύρνης Χρύσανθος, ο οποίος έφυγε από τον θρόνο του, διότι συκοφαντήθηκε για προδοσία κατά του βασιλιά και αυτό γιατί είχε συγγράψει κατά των Λουθηροκαλβίνων. Ο δεύτερος ιεράρχης ήταν ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδριανουπόλεως Γρηγόριος.
Ήλθαν οι αρχιερείς, ο επίτροπος και πολλοί άλλοι για να δουν το τίμιο λείψανο για να δουν και οι ίδιοι το θαυμαστό γεγονός και να δοξάσουν τον Θεό και βλέποντας τους εργάτες και τους υπολοίπους σιωπηλούς μπροστά από το τίμιο λείψανο αναβλύζοντας άρρητη ευωδία, είπε ο Σμύρνης Χρύσανθος:
«Τι θαυμάζετε σιωπώντας, Πατέρες σεβάσμιοι; Δια θαύματος δεν δήλωσε εις ημάς ο Θεός την αγιότητα τούτου του Πατρός, του οποίου βλέπουμε το λείψανο και οσφραινόμεθα της ουρανίου ευωδίας; Ποιος άλλος εκτός από τον Θεό μας φανέρωσε αυτό το γεγονός; Από ποιόν δόθηκε αυτή η θεία οσμή εις αυτό και δι' αυτού εκχέεται στον αέρα; Και πώς τα ξηρά αυτά οστά αντί να μυρίζουν όπως οι σάπιες σάρκες, αποπνέουν αυτήν την ευωδία; Τούτο το λείψανο αποπνέει θείου μύρου, κάτι που δηλώνουν και τα περικείμενα και επικείμενα επ' αυτό οστά και μάλιστα όσα βρίσκονται μακρύτερα από αυτό ουδεμία ευωδία έχουν. Μην απιστούμε εις αυτό το θείο θαύμα, διότι πράγματι περί θαύματος πρόκειται, δια τους λόγους τους οποίους προείπα. Ας δοξάσουμε λοιπόν τον Θεό τον εν τοις Αγίοις αυτού αεί θαυμαζόμενον και τον Άγιον αυτού ας τιμήσωμεν δεόντως».
Ύστερα από τα λεγόμενα αυτά του Χρυσάνθου Σμύρνης συνευφήμησαν τον Άγιο και ο Αδριανουπόλεως και όλοι όσοι παρευρέθηκαν εκεί, λέγοντας το: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», δοξάσαντες τον Θεό μετακόμισαν ευλαβώς το ιερό λείψανο εις τον ναό των Αγίων Αποστόλων στο παλαιό κοιμητήριο.
Η απόκτηση του ονόματος του Αγίου
Την επόμενη ημέρα συνήλθαν και σκεπτόντουσαν περί του ονόματος του Αγίου, το οποίο δεν γνώριζαν, δια να μην τιμούν ανωνύμως τον εκ του Μοναστηριού αναφανέντα Άγιο και περί του πως το ιερό λείψανο βρέθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο στο κοιμητήριο περικυκλωμένο από πλήθος άλλων οστών. Περί του ονόματος γενομένης συζήτησης, φάνηκε καλό σε όλους να δώσουν ένα προσωρινό όνομα για να επιτελέσουν αγρυπνία για την εύρεση του τιμίου λειψάνου και προς δοξολογία Θεού, του δια θαύματος αποκαλύψαντος τον Άγιο. Κοινή γνώμη λοιπόν, ήταν να δώσουν το όνομα «Ευδόκιμος», διότι ευδόκησε ο Θεός να θαυματουργήσει και μάλιστα σε μια περίοδο που η χριστιανική ευσέβεια και πίστη είχαν παραμεληθεί από τους χριστιανούς. Αλλά, επίσης και για εμάς τους μοναχούς που ζούμε στην Μονή, να μας παροτρύνει να μιμηθούμε την ενάρετη ζωή του. Τέλος είπαν ότι αν δεν ήταν αρεστό στον Άγιο να δοξάζεται με το όνομα Ευδόκιμος, ας ευδοκήσει αυτό να αποκαλύψει το όνομά του σε εμάς. Αν όμως είναι αρεστό εις αυτόν και δέχεται το όνομα αυτό που δώσαμε και για τον καιρό που ζούμε τώρα που είναι ευάρμοστο και δηλωτικό της Θεού ευδοκίας, προς διάσωση των πεπλανημένων Χριστιανών, ας δεχθεί την παρ' ημών επίκληση: «Ναι, Άγιε, είπαν, εξ ευσεβούς γνώμης, τούτο το όνομα εγκρίνεται παρ' ημών». Ούτως όθεν το όνομα «Ευδόκιμος», κοινή γνώμη των τε εν τω Βατοπαιδίω μοναζόντων, ως και των παρευρεθέντων δύο Ιεραρχών, προσεκυρώθη εις τον Άγιο.
Πως βρέθηκε το λείψανο του Αγίου
Περί του πως βρέθηκε το λείψανο του Αγίου στην θέση αυτή του κοιμητηρίου, λέχθηκαν πολλές γνώμες, όμως αυτή του γραμματέως ήταν η πιο κατάλληλη και αυτή που ενεκρίθη. Λέει, λοιπόν ο γραμματέας ότι: «Ο Άγιος γνώριζε την ώρα που θα πέθαινε και δεν το είπε σε κανένα μέσα στο Μοναστήρι. Πήρε τη σεβάσμια εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά του και εξελθών κρυφά από το Μοναστήρι, εισήλθε μέσα στο αφεγγές κοιμητήριο, όπου όπως είχε υπολογίσει θα μπορούσε να μείνει εκεί απαρατήρητος. Εισελθών λοιπόν και ειπών το «Κύριε, εις χείρας σου το πνεύμα μου παρατίθημι», εξέπνευσε και εις τα αιωνίους απήλθε Μονάς». Η γνώμη αυτή του γραμματέως επικυρώθηκε και έγινε δεκτή από όλους, διότι σίγουρα κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Και αλήθεια εάν ο Άγιος θαβόταν πρώτα εκτός του κοιμητηρίου, πως αυτοί που άνοιξαν τον τάφο δεν αισθάνθηκαν την ευωδία του λειψάνου, όταν το μετακόμιζαν στο κοιμητήριο; Ή πως όταν είδαν το λείψανο ενδεδυμένο μαζί με τα υπόλοιπα οστά, αλλά και την ιερά εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά του δεν θαύμασαν το γεγονός; Ή πως αυτό το γεγονός παρήλθε χωρίς να πουν τίποτα ή να γράψουν στον νεκρώσιμο κατάλογος της Μονής, ούτε περί της εικόνος ούτε περί του λειψάνου ούτε περί του ενδύματος αυτού; Αυτό βεβαίως δεν φαίνεται δυνατό. Εάν πάλι έθαβαν τον Άγιο εις το αφεγγές κοιμητήριο, πώς μετά της εικόνος και αυτόν μόνο έβαλαν εκεί, ενώ τα υπόλοιπα οστά των υπολοίπων Πατέρων ήταν σε μια ακαταστασία; Ακόμα κα να υποθέσουμε ότι ήταν εκεί, πως εισερχόμενοι και εμβάλλοντες τα σώματα δεν είδαν το λείψανο αυτό; Διότι αν εισερχόντουσαν εκεί προς ενταφιασμό των τεθνεώτων, δεν θα εισερχόντουσαν βεβαίως χωρίς φως, οπότε θα το έβλεπαν. Έτσι λοιπόν από όλους έγινε δεκτή η γνώμη αυτή του γραμματέως.
Φαίνεται δε, ότι ο Άγιος έκρυβε τις αρετές που είχε και την αγιότητά του, διότι φοβόταν μήπως οι υπόλοιποι αδελφοί της Μονής τον καταλάβουν και τον τιμήσουν ως Άγιο, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε διότι πίστευε με το να τιμάται από τους ανθρώπους αμαρτάνει εις τον Θεό και ήταν τόσο ταπεινός ως φαίνεται διότι καταφρόνησε όλες τις μάταιες τιμές των ανθρώπων.
Η πρώτη Αγρυπνία που έγινε για τον Άγιο Ευδόκιμο
Οι πατέρες της Μονής Βατοπαιδίου άπαντες λαμπαδηφορούντες το εσπέρας του Σαββάτου, 4 του μηνός Οκτωβρίου, πήγαν στο κοιμητήριο δια να μετακομίσουν το άγιο λείψανο. Ψάλλοντες μετακόμισαν το άγιο λείψανο εις το Καθολικό της Μονής, κάνοντας πρώτα μια λιτανεία προπορευομένου του Αδριανουπόλεως Ιεράρχου Γρηγορίου. Συνέθεσαν εκ του προχείρου μια Ακολουθία του Αγίου, όπου τέλεσαν αγρυπνία και δόξασαν τον Θεό. Την επομένη μετά την Θεία Λειτουργία και λιτανεία, ασπάσθηκαν το λείψανο ευλαβώς και το έβαλαν στο Καθολικό της Μονής, τον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και το έβαλαν στο ιερό Βήμα, δόξαν και πάλι αναπέμψαντες εις τον Θεό που ευδόκησε να φανερώσει σε αυτού το τίμιο αυτό λείψανο.
Θαύματα του Αγίου Ευδοκίμου
Όπως αναγράφεται μέσα στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα θαύματα του Αγίου ήταν πολλά. Όμως για λόγους συντομίας έχουν γραφτεί μόνο δύο μέσα στον Μέγα Συναξαριστή. Είμαστε σίγουροι ότι ο Άγιος από τότε που βρέθηκε μέχρι και σήμερα έχει επιτελέσει πλήθος θαυμάτων τα οποία σίγουρα θα τα γνωρίζουν οι μοναχοί που εγκαταβιώνουν σήμερα στην Μονή Βατοπαδίου. Εμείς θα σας γράψουμε αυτά τα δύο που αναγράφονται και στον Συναξαριστή.
Ένας μοναχός της Μονής έπασχε από φυματίωση και ο οποίος είχε απελπισθεί τόσο πολύ, διότι δεν μπορούσε να θεραπευθεί. Επικαλέσθηκε τον Άγιο Ευδόκιμο λέγοντας: «Αμαρτωλός είμαι, Άγιε, όμως τολμώ να δεηθώ προς εσένα, διότι απ' ότι γνωρίζω ο Θεός σου έδωσε και την χάρη των ιαμάτων και επειδή πολλοί που σε έχουν επικαλεσθεί έγιναν καλά, σε παρακαλώ κάνε και εμένα τον ταπεινό δούλο το θαύμα σου και δείξε την δύναμη της αγιότητός σου». Αυτά έλεγε και διάφορα άλλα σχετικά με τον Άγιο, όπου μετά από λίγο τον πήρε ο ύπνος και ευθύς βλέπει έναν Μοναχό σεμνοπρεπή, ο οποίος του πρόσφερε ένα ποτήρι να πιει. Ο δε ασθενής πήρε το ποτήρι και άρχισε και έπινε και μάλιστα και δεύτερο και τελειώνοντας λέγει: «Σε ευχαριστώ, Πάτερ, γιατί δίψαγα και με πότισες». Καθώς έλεγε αυτά ξύπνησε και θαύμαζε για το γεγονός, διότι αισθανόταν αυτό ως οπτασία και όχι στον ύπνο του, μάλιστα αισθάνθηκε και την δράση του ποτού, όπου από το στομάχι και τον πνεύμονα εξαφανίσθηκαν οι πόνοι και ευχαρίστησε τον Άγιο. Έπειτα μετέβη εις τον πνευματικό του Μοναστηριού π. Νήφωνα και του διηγήθηκε όλα όσα συνέβηκαν.
Άλλος μοναχός της ιδίας Μονής Βατοπαιδίου, ονόματι Γαβριήλ, ο οποίος ήταν γνώστης της ιατρικής, βρισκόταν στις Καρυές για κάποια δουλειά της Μονής, ξαφνικά τον έπιασαν κάτι φρικτοί πόνοι στα νεφρά, που ούτε μπορούσε να κοιμηθεί ή να καθίσει. Χρησιμοποίησε ότι μπορούσε για την απαλλαγή των πόνων με διαφόρους τρόπους που μπορούσε, βεντούζες, εντριβές, χειραλειφές, έμπλαστρα, θερμόλουτρα κ.λ.π. τα οποία όμως δεν έκαναν απολύτως τίποτα.
Βρέθηκε σε μια αμηχανία ο π. Γαβριήλ, διότι οι πόνοι ήταν αφόρητοι και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μάλιστα κάποιοι αδελφοί που ήταν δίπλα του, τον πείραζαν και του έλεγαν: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», κάποιοι άλλοι του έλεγαν να παρακαλέσει τον άγιο Ευδόκιμο και αμέσως θα θεραπευτεί, διότι «ο Άγιος είναι υπέρτερος ιατρός από εσένα». Ακούγοντας αυτά ο π. Γαβριήλ είπε: «Εάν είναι αλήθεια θαυματουργός ο Άγιος και μπορεί να με θεραπεύσει εγώ θα κάνω μια λειψανοθήκη για την τιμία κάρα του». Λέγοντας κοιμήθηκε λίγο διότι είχε πολλές ώρες να κοιμηθεί και ευθύς βλέπει Μοναχό σεμνοπρεπή, ο οποίος τον πλησίασε και τον ψηλάφισε αυτόν στα νεφρά και του λέει: «Τίποτα δεν είναι αυτό, τι βοάς;». Ο δε ασθενής είπε: «Με περιπαίζεις, Γέροντα; δεν γνωρίζεις τι φρικτούς πόνους έχω;». Τότε ο φανείς Γέρων είπε: «Καλώς έχεις» και απήλθε. Το δε σχήμα και η μορφή του φανέντος εις αυτόν Αγίου, έμοιαζε πολύ με την μορφή του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου.
Διεγερθείς ο π. Γαβριήλ και στραφείς προς έναν μοναχό που παρίστανται εκεί του είπε: «Ποιος Γέρων ήταν εδώ και μόλις έφυγε από την πόρτα;». Και του είπε ο μοναχός: «Κανείς δεν μπήκε και κανείς δεν βγήκε». Τότε θυμήθηκε τι είχε ευχηθεί στον Άγιο Ευδόκιμο. Σηκώθηκε και αισθάνθηκε τον εαυτό του υγιή και τότε πίστεψε ότι ο Άγιος ήταν αυτός που ήλθε και ψηλάφισε αυτόν και έγινε καλά. Τότε είπε στους μοναχούς: «Φέρτε μου την κάρα του Αγίου να την προσκυνήσω, διότι αλήθεια η χάρις του Αγίου με απάλλαξε από την ασθένεια αυτή». Φέρνοντας την αγία κάρα του Αγίου, καθώς την ασπάσθηκε ο π. Γαβριήλ είπε: « Εγώ θα σε επαργυρώσω, σεβασμία κεφαλή, διότι επίστευσα ότι αληθώς Άγιος υπάρχεις».
Σήμερα στην Μονή Βατοπαιδίου υπάρχει αυτή η τιμία κάρα του Αγίου Ευδοκίμου, βέβαια δεν γνωρίζουμε αν η λειψανοθήκη στην οποία βρίσκεται είναι από τον π. Γαβριήλ ή μεταγενέστερη. Έτσι και ο π. Γαβριήλ θεραπεύθηκε από τον Άγιο, καθώς και πολλοί άλλοι που τον επικαλέσθηκαν με πίστη. Την ευχή του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.
Πηγή: Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Απόψεις για τους «Παπαροκάδες» - http://paparokades.blogspot.com

Σύγχρονη κυπριακή φορητή εικόνα.
Από το βιβλίο του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου,
«Βατοπαιδινό Συναξάρι»
Ο όσιος Σάββας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1280 από λίαν ενάρετους γονείς, οι όποιοι τελικά μόνασαν. Ο άριστος βιογράφος του οσίου και γνώριμος του άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος τους εγκωμιάζει θαυμάσια. Ο όσιος ονομαζόταν κατά κόσμον Στέφανος. Έλαβε καλή βασική μόρφωση και από νωρίς αγάπησε θερμά την αρετή, τη σωφροσύνη, την εγκράτεια και την ταπείνωση, ώστε ηταν σε όλους πολύ αγαπητός.
Νέος αφήνει πατρίδα, γένος, υπόληψη και πατρική αγάπη και έρχεται στο Άγιον Όρος. «Εισέρχεται στον ιερό Άθωνα, τον όντως χρυσό και αγαπητό Άθωνα, τον πρόξενο των καλυτέρων αγαθών σε μένα απ’ οτιδήποτε άλλο» κατά τον άγιο βιογράφο του. Τίθεται στην υπακοή σεβάσμιου και έμπειρου Γέροντος στην περιοχη των Καρυών σε κελλί Βατοπαιδινό. Στην κουρά του λαμβάνει το όνομα Σάββας. Υπόμενε καρτερικά την αυστηρότητα του Γέροντος του και τη σκληρότητα της υπερβολικής του εγκράτειας. Η πείνα, η δίψα, η ολονύκτια αγρυπνία, η ορθοστασία, η δέηση τον συνόδευαν πάντοτε. Ο αυστηρός του Γέροντας του ηταν λίαν αγαπητός, αφού τον θεωρούσε βέβαιο οδηγό της σωτηρίας του. Ο ίδιος ηταν πολύ αγαπητός σε όλους τους συνασκητές του και χαίρονταν τη συνομιλία του. Λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης αρνήθηκε να δεχθεί την ιερωσύνη. Βλέποντας πως δεν εισακούεται, την ημέρα της χειροτονίας του κρύφθηκε σε μέρος που αδυνατούσαν να τον ανακαλύψουν. Χαρακτηριστικά γεγονότα φανερώνουν το μέγεθος της ανυπόκριτης φιλαδελφίας του, όταν σε μακρά οδοιπορία λαβαίνει στον ώμο του τα πράγματα και τον ίδιο τον αδελφό του συνοδοιπόρο του. Λόγω επιδρομών των Καταλανών ο Γέροντας του αναχωρεί με άλλους πατέρες για μονή της Θεοτόκου της Θεσσαλονίκης. Ο ϊδιος μή θέλοντας να έχει τις περιποιήσεις των γονέων και τις κολακείες των γνωστών, φίλων και συγγενών, αναχωρεί για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Χίο και καταλήγει στη Μικρά Ασία, στην Έφεσο. Επισκέπτεται την Πάτμο και άλλα νησιά και καταλήγει στην Κύπρο.
Μετά από θερμή και ένδακρυ προσευχή αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη οδό της διά Χριστόν σαλότητος, απορρίπτοντας όλα τα ρούχα του και περιφερόμενος στα βουνά άστεγος και γυμνός, αλλά και στις πόλεις άγνωστος, αμίλητος, άσιτος και απρόσιτος. Νεκρός για τον κόσμο ζούσε με συνεχή νηστεία η μάλλον ασιτία. Έφθανε να τρώει μία φορά την εβδομάδα μόνο άγρια χόρτα. Δεν είχε στρώμα, στέγη, ένδυση, φιλία και γνωριμία. Ζούσε πράγματι μια ζωή σπάνια, υπερφυή, απερίγραπτη, ασυνήθιστη κι απίθανη. Εκτεθειμένος στον καύσωνα, στο ψύχος, στην καταιγίδα, τη νεροποντή, τον άνεμο, τα θηρία, τα ερπετά, και τη στέρηση απορούσε κανείς πως δεν τον επισκεπτόταν ο θάνατος. Έτσι όμως έγινε θαυμαστός στους αγγέλους και μισητός στους δαίμονες. Ο σοφός περιφερόταν ώς άσοφος και μωρός διά Χριστόν κατά τον θειο Παύλο. Αρκετοί τον θεωρούσαν παράφρονα και τον περιφρονούσαν και απομακρύνονταν από κοντά του. Μερικοί άρχιζαν να τον σέβονται και να τον τιμούν, υποψιαζόμενοι τον μυστικό άγώνα του και την επιλεγμένη σιωπή του. Με τα αγωνίσματα του πολεμούσε τη μαλθακότητα της ηδονής, την παραδοξότητα της αλαζονείας, τη θρασύτητα της υπεροψίας και την κακότητα της εμπάθειας. Ορισμένοι τον παρεξηγούσαν, τον υποπτεύονταν, τον έβριζαν κι έφθασαν να τον δείρουν ανελέητα. Εκείνος όμως είχε μια υπέροχη συγχωρητικότητα και θεωρούσε τις κατ’ αυτού ενέργειες των ανθρώπων καθαρά δαιμονοκίνητες. Ο δαίμονας όταν έβλεπε οι έντεχνες παγίδες του να καταστρέφονται από τον επιτήδειο ασκητή, του έσπερνε μύριους δεξιούς λογισμούς περί υψηλής αγιότητός του και απομακρύνσεως από την οδό που βαδίζει μέσα στον κόσμο με τόσες περιπέτειες. Μα δεν κατάφερε τίποτε να κερδίσει από τον ταπεινό εργάτη του ευαγγελίου. Κάποτε που εισήλθε σε ένα μοναστήρι παπικών που γευμάτιζαν εξήλθε αιμόφυρτος από το ξύλο που του έδωσαν θεωρώντας τον ώς απατεώνα. Παντού και πάντοτε διατηρούσε τη σιωπή, τη νήψη, την προσευχή και την ταπείνωση. “Εφθασε όμως ο καιρός που η περιφρόνηση, η κακομεταχείριση και η υβρεολογία μετατράπηκε σε θαυμασμό, δόξα και τιμή για τον όσιο. Ο ευλαβής κυπριακός λαός άρχισε να τον τιμά ώς άγιο, ενώ ακόμη ζούσε, με ιδιαίτερη αγάπη. Η τιμή όμως ενοχλούσε υπερβολικά τον άνθρωπο του Θεού, όπως άλλους η ατιμία, και έτσι αποφάσισε την αναχώρηση από τη μεγαλόνησο, όπου έζησε πολυ καιρό με υπερθαύμαστους άγώνες.
Βαρύ πένθος κατέλαβε τους Κύπριους με την αποχώρηση του. Μετά από περιπέτειες έφθασε στους Αγίους Τόπους και έγινε ταπεινός προσκυνητής του Παναγίου Τάφου και των άλλων πανίερων προσκυνημάτων. Κατόπιν επισκέφθηκε το θεοβάδιστο όρος Σινά ώς αρχάριος και ανίδεος με την ανυπέρβλητη και πρωτοφανή μετριοφροσύνη του. Επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα και εγκλείεται στα ασκητήρια πέραν του Ιορδάνου προσευχόμενος θερμά και αδιάλειπτα. Οί δαίμονες ξεσήκωσαν δυνατό πόλεμο εναντίον του ακατάφερτα, αφού είχαν να κάνουν με άφοβο και γενναίο άθλητή του πνεύματος, που δεν κάμπτεται και δειλιάζει εύκολα. Παρά τη σωματική του καχεξία, την αδυναμία και τους δαιμονικούς δαρμούς, η καρδιά του μένει προσηλωμένη στον Κύριο της δόξης, που τον αξιώνει άρρητης θεοψίας και θείας φωτοχυσίας. Η αγάπη του ηταν μεγάλη για την αφάνεια, την ασημότητα, την αδοξία και τη μυστικότητα. Ο θεός όμως τον φανέρωνε προς ωφέλεια πολλών, που συνέτρεχαν από παντού, διδάσκονταν από τη σιωπή του και ευφραίνονταν από τη γαλήνη της θέας του προσώπου του. Αρκούνταν σε μερικά νεύματα και φιλούσε τα πόδια τους. Όλοι τον είχαν για μεγάλο άγιο.
Φοβούμενος τη δόξα των ανθρώπων αναχώρησε πάλι κρυφά στη βαθύτερη έρημο για μεγαλύτερη άσκηση, ώστε να αποκάμει και να τον υπηρετούν άγγελοι. Ο Χριστός του φανερώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε άρρητο φως και αυτή ηταν η μεγαλύτερη χαρά του. Νέοι κίνδυνοι και νέοι φοβεροί πειρασμοί τον οδήγησαν πλησίον του θανάτου, αλλά υπήρξαν αγγελοφάνειες κι ανείπωτες θειες παραμυθίες. Εισήλθε στη μονή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όπου έγινε γνωστός και του απέδωσαν μεγάλες τιμές μοναχοί και λαϊκοί που συνέτρεξαν να τον δούν. Εκείνος όμως έμεινε ατάραχος στη φίλη ησυχία και προσευχή, αντιστεκόμενος σταθερά στις δαιμονικές πλεκτάνες. Οί δαίμονες τα έχασαν μαζί του με τη μόνιμη ανδρεία στάση του και την υπέρμετρη άσκησή του. Δεν ηξεραν τί άλλο φοβερό να του κάνουν. Συνεχώς τους καταντρόπιαζε. Τελικά τον άφησαν ησυχο, αφού είδαν ότι ο εναντίον του πόλεμός τους τον έκανε αγιώτερο. Έφθασε να μεταστεί σωματικά, ύστερα από σαρανταήμερη τελεία νηστεία, ορθοστασία κι αγρυπνία. θα νό μιζε κανείς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, ότι πρόκειται για ακίνητο άγαλμα. Είδε για τρίτη φορά τον Χριστό μέσα σε απειρόκαλο φως και γέμισε από ανεκλάλητη ευφροσύνη, γενόμενος υιός φωτός, συνομιλητής αγγέλων, φωτοφόρος και θεοφόρος, φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, μακάριος για την καθαρότητα της καρδιάς του, λαμβάνοντας την παύλεια υιοθεσία και γευόμενος το άκτιστο θαβώρειο φως, ώς πιστός μαθητής του Κυρίου. Στη συνέχεια της ζωής του έμενε αναπόσπαστος στη θέα της καταπληκτικής εκείνης θεοφάνειας. Γι’ αυτό και δεν εκινείτο διόλου, αλλά έμενε στο ίδιο μέρος ακίνητος επί πολύ. Κατόπιν αποφάσισε να πάει υποτακτικός στο κοινόβιο του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη, προς έκπληξη των εκεί μοναζόντων, όπου ανέλαβε το διακόνημα του εκκλησιαστικού. Η θεία χάρη που είχε μέσα του τον έκανε να επιτελεί θαύματα, να ημερεύει λιοντάρια και να τον υπακούουν. Με θεϊκή δι’ αγγέλου εντολή αναχώρησε από το μοναστήρι. Οι μοναχοί τον αποχωρίσθηκαν θλιμμένοι. Στα Ιεροσόλυμα τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Πορεύθηκε προς τη Δαμασκό και την Αντιόχεια της Συρίας. Στον δρόμο του συνάντησε μια γυναίκα με το νεκρό παιδι της στην αγκαλιά της. Βλέποντας τα δάκρυά της και τις παρακλήσεις της το ανέστησε. Για να αποφύγει τις τιμές αναχώρησε αμέσως αλλάζοντας δρόμο. Και άλλοτε πραγματοποίησε το ίδιο θαύμα.
Με πλοίο έφθασε στην Κρήτη, όπου επί διετία ασκήθηκε στα έρημα βουνά της με υπερθαύμαστο και υπεράνθρωπο τρόπο, ώστε να ασθενήσει. Κατόπιν μετέβη στην Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ηράκλεια και την Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε σιωπηλός κι έγκλειστος στη μονή του Αγίου Διομήδους. Η φήμη όμως δεν μπόρεσε πάλι να κρυφτεί. Τον αναζήτησε ο πατριάρχης Ησαΐας και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ ο Παλαιολόγος. Του ζητήθηκε και υπέγραψε ορθή ομολογία πίστεως, που κατανύσει τους πάντες και τους κάνει να τον τιμούν και να τον μεγαλύνουν. Έτσι ώς φυγόδοξος έφυγε ξανά για μακρυά.
Επέστρεψε στο Άγιον Όρος, το περιόδευσε σιωπηλός και ηλθε στην ιερά μονή Βατοπαιδίου, όπου είχε επιστρέψει και ο Γέροντάς του και είχε μακάρια αναπαυθεί. Ο πάντα ταπεινόφρων Σάββας προτίμησε την υπακοή. Ελυσε τη σιωπή του και έγινε ξανά εκκλησιαστικός, ψάλτης, αναγνώστης, τραπεζάρης και νοσοκόμος. Σε όλα τα διακονήματα ηταν πρόθυμος, ακριβής, προσεκτικός και αποδοτικός. Υπόδειγμα μοναχού, κυρίως στο ναό, αλλά και στο διακόνημα και στο κελλί του. Δίδασκε με το βιωμένο του παράδειγμα, το υφος και το ηθος του, τη στάση του, και την προσευχή του. Είχε πλούσια βιώματα από τη νήψη και τη θεωρία, που γίνονταν αντιληπτά από τη χαρά του και τα πολλά του δάκρυα. «Όλη η Βατοπαιδινή αδελφότητα τον παρακαλούσε να. δεχθεί την ιερωσύνη, μα στάθηκε αδύνατον, θέλοντας ν’ ασχολείται μόνο με τον εαυτό του κι όχι με τους άλλους. Απόφευγε πάντα τις τιμές, αγαπούσε υπερβολικά την ταπείνωση κι υπόμενε τις δοκιμασίες, τρέφοντας περισσή αγάπη στον ηγούμενο και τους αδελφούς του, που τους δίδασκε όλους με την ησυχη κι απαθή ζωή του. Η ζωή του στο Βατοπαίδι ηταν γεμάτη από θεοφάνειες κι αγγελοφάνειες».
Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341-1347) οι Βατοπαιδινοί αδελφοί του και οι Αγιορείτες πατέρες τον πίεσαν αφόρητα να ηγηθεί ειρηνευτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τερματισθεί ο φοβερός εμφύλιος σπαραγμός. Υπάκουσε ξανά, παρότι προείδε και προείπε ότι η αποστολή τους δεν θα έχει αίσιο τέλος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και έπι μία εξαετία αφοσιώθηκε στην προσευχή, αφού οι λόγοι του περι ειρήνης και ομονοίας δεν εισακούονταν. Οί ένδακρεις προσευχές του για τον παρασυρμό των ανθρώπων από τα άγρια πάθη ηταν συνεχείς ενώ οι λόγοι του υπέρ συμφιλιώσεως των αντιμαχόμενων πολύ λίγοι. Με σκληρά λόγια, για πρώτη φορά, μίλησε κατά του Ανδρέα Παλαιολόγου, που ηγείτο του κινήματος των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη και ηταν υπαίτιος πολλών αιματοχυσιών κι ανθρωποκτονιών. Συνέχεια των πολιτικών ταραχών υπήρξαν οι εκκλησιαστικές έριδες με αρχηγό τον αιρετικό Βαρλαάμ τον Καλαβρό, φοβερό πολέμιο του ιερού ησυχασμού και ύποκειμενικό ερμηνευτή των θείων δογμάτων. Ο όσιος Σάββας κατόπιν ουρανίων αποκαλύψεων έγινε ορθός υπερασπιστής των δογμάτων και αυστηρός επιτημητής του δεύτερου Ιούδα και Αρείου, Γρηγορίου Ακινδύνου, ακολούθου του Βαρλαάμ. Ο ίδιος ο Σάββας ηταν σύμβουλος του αυτοκράτορας Ιωάννου ΣΤ του Καντακουζηνού, τον όποιο στήριζε με τις προσευχές του και υπήρξε υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.
Ο αυτοκράτορας πρότεινε στην Εκκλησία την εκλογή του Σάββα ώς πατριάρχη και όλοι συμφώνησαν απόλυτα. Εκείνος όμως επίμονα αρνήθηκε. Αναγκάσθηκε να έλθει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με τη συνοδεία του για να τον πείσει, αλλά στάθηκε τελείως αδύνατο, παρότι τον παρακαλούσε ικετευτικά έπι ημέρες και είχαν ετοιμασθεί όλα τα της χειροτονίας του. Η ταπείνωση του δεν τον άφηνε να ανέρχεται αλλά μόνο να κατέρχεται, να κρύβεται, να κάνει τον σαλό, τον αμαθή, να σιωπά. Έφθασε, κατά τον βιογράφο του, στην ακρότητα όλων των αρετών και έγινε υπερφυής συμμέτοχος στη αγγελική εκείνη αϋλία και καθαρότητα, χωρίς κάν να υστερήσει. Ως απαθής έφθασε στην αρίστη ταπεινοφροσύνη και στο μέγα της αγάπης μυστήριο. Πέρασε την τελευταία εξαετία της ζωής του σχεδόν έγκλειστος στη μονή της Χώρας. Προείδε το τέλος του και το ανάφερε στον μαθητή του, λέγοντάς του λόγους περί ταπεινοφροσύνης. Εκοιμήθη ειρηνικά περί το 1349.
Πράγματι η βιογραφία του αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου αποτελεί εξαιρετικό αγιολογικό κείμενο. Είναι ένα από τα καλύτερα αθωνικά συναξάρια, το όποιο γράφθηκε προς ενίσχυση των συγχρόνων και πνευματική ανάταση των μοναχών. Ο βίος υπάρχει σε αρκετά αγιορειτικά χειρόγραφα.
Αναφέρεται πως τον Οκτώβριο του 1840, όταν γίνονταν επισκευές στο οστεοφυλάκειο τοϋ κοιμητηρίου της μονής Βατοπαιδίου, βρέθηκαν τα οστά ενός μοναχού να ευωδιάζουν. Τοϋ απεδόθη το όνομα Ευδόκιμος. Ο ασκητής Ιάκωβος ανέφερε στη σύναξη της μονής ότι πρόκειται για τον όσιο Σάββα τον Βατοπαιδινό, προφανώς ύστερα από κάποια αποκάλυψη. Ο Γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης αναφέρει πως ο όσιος Σάββας παρουσιάσθηκε σε Βατοπαιδινό Γέροντα Κελλιώτη, τον όποιο θεράπευσε από ασθένεια, και τοϋ είπε: «Δεν λέγομαι Ευδόκιμος, άλλα Σάββας Μοναχός. Πλην να ειπής εις τους Πατέρας της Ιεράς Μονής να με αποκαλώσιν Εύδόκιμον».
Ο όσιος Σάββας δεν αναφέρεται στους συναξαριστές.
Ή μνήμη του τιμάται στις 5 Οκτωβρίου και στις 15 Ιουνίου, την Τετάρτη της Διακαινησίμου μετά των Σιναϊτών Αγίων και στις 10 Ιουλίου μετά των Βατοπαιδινών Αγίων. Πλήρη ασματική ακολουθία προς τιμή του συνέθεσε ο κος Φ. Α. Τζελέπης.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Βατοπαιδινό Συναξάρι
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2007